헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στημορραγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στημορραγέω

형태분석: στημορραγέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be torn to shreds

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στημορράγω

στημορράγεις

στημορράγει

쌍수 στημορράγειτον

στημορράγειτον

복수 στημορράγουμεν

στημορράγειτε

στημορράγουσιν*

접속법단수 στημορράγω

στημορράγῃς

στημορράγῃ

쌍수 στημορράγητον

στημορράγητον

복수 στημορράγωμεν

στημορράγητε

στημορράγωσιν*

기원법단수 στημορράγοιμι

στημορράγοις

στημορράγοι

쌍수 στημορράγοιτον

στημορραγοίτην

복수 στημορράγοιμεν

στημορράγοιτε

στημορράγοιεν

명령법단수 στημορρᾶγει

στημορραγεῖτω

쌍수 στημορράγειτον

στημορραγεῖτων

복수 στημορράγειτε

στημορραγοῦντων, στημορραγεῖτωσαν

부정사 στημορράγειν

분사 남성여성중성
στημορραγων

στημορραγουντος

στημορραγουσα

στημορραγουσης

στημορραγουν

στημορραγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στημορράγουμαι

στημορράγει, στημορράγῃ

στημορράγειται

쌍수 στημορράγεισθον

στημορράγεισθον

복수 στημορραγοῦμεθα

στημορράγεισθε

στημορράγουνται

접속법단수 στημορράγωμαι

στημορράγῃ

στημορράγηται

쌍수 στημορράγησθον

στημορράγησθον

복수 στημορραγώμεθα

στημορράγησθε

στημορράγωνται

기원법단수 στημορραγοίμην

στημορράγοιο

στημορράγοιτο

쌍수 στημορράγοισθον

στημορραγοίσθην

복수 στημορραγοίμεθα

στημορράγοισθε

στημορράγοιντο

명령법단수 στημορράγου

στημορραγεῖσθω

쌍수 στημορράγεισθον

στημορραγεῖσθων

복수 στημορράγεισθε

στημορραγεῖσθων, στημορραγεῖσθωσαν

부정사 στημορράγεισθαι

분사 남성여성중성
στημορραγουμενος

στημορραγουμενου

στημορραγουμενη

στημορραγουμενης

στημορραγουμενον

στημορραγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be torn to shreds

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION