헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στασιωτικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στασιωτικός στασιωτική στασιωτικόν

형태분석: στασιωτικ (어간) + ος (어미)

어원: from stasiw/ths

  1. 성급한, 싸우기 좋아하는
  1. factious, seditious

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 στασιωτικός

성급한 (이)가

στασιωτική

성급한 (이)가

στασιωτικόν

성급한 (것)가

속격 στασιωτικοῦ

성급한 (이)의

στασιωτικῆς

성급한 (이)의

στασιωτικοῦ

성급한 (것)의

여격 στασιωτικῷ

성급한 (이)에게

στασιωτικῇ

성급한 (이)에게

στασιωτικῷ

성급한 (것)에게

대격 στασιωτικόν

성급한 (이)를

στασιωτικήν

성급한 (이)를

στασιωτικόν

성급한 (것)를

호격 στασιωτικέ

성급한 (이)야

στασιωτική

성급한 (이)야

στασιωτικόν

성급한 (것)야

쌍수주/대/호 στασιωτικώ

성급한 (이)들이

στασιωτικᾱ́

성급한 (이)들이

στασιωτικώ

성급한 (것)들이

속/여 στασιωτικοῖν

성급한 (이)들의

στασιωτικαῖν

성급한 (이)들의

στασιωτικοῖν

성급한 (것)들의

복수주격 στασιωτικοί

성급한 (이)들이

στασιωτικαί

성급한 (이)들이

στασιωτικά

성급한 (것)들이

속격 στασιωτικῶν

성급한 (이)들의

στασιωτικῶν

성급한 (이)들의

στασιωτικῶν

성급한 (것)들의

여격 στασιωτικοῖς

성급한 (이)들에게

στασιωτικαῖς

성급한 (이)들에게

στασιωτικοῖς

성급한 (것)들에게

대격 στασιωτικούς

성급한 (이)들을

στασιωτικᾱ́ς

성급한 (이)들을

στασιωτικά

성급한 (것)들을

호격 στασιωτικοί

성급한 (이)들아

στασιωτικαί

성급한 (이)들아

στασιωτικά

성급한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στασιωτικὸν δὲ καὶ τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἑώσ ἂν συμπνεύσῃ· (Aristotle, Politics, Book 5 51:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 51:1)

  • ἐτυραννήθη δὲ ἡ πόλισ κατὰ τοὺσ χρόνουσ τούτουσ ὑπὸ πλειόνων διὰ τὰσ διχοστασίασ, καὶ τὰ στασιωτικὰ καλούμενα τοῦ Ἀλκαίου ποιήματα περὶ τούτων ἐστίν· (Strabo, Geography, Book 13, chapter 2 6:4)

    (스트라본, 지리학, Book 13, chapter 2 6:4)

유의어

  1. 성급한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION