헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σπογγίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σπογγίζω

형태분석: σπογγίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: spo/ggos

  1. to wipe with a sponge

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπογγίζω

σπογγίζεις

σπογγίζει

쌍수 σπογγίζετον

σπογγίζετον

복수 σπογγίζομεν

σπογγίζετε

σπογγίζουσιν*

접속법단수 σπογγίζω

σπογγίζῃς

σπογγίζῃ

쌍수 σπογγίζητον

σπογγίζητον

복수 σπογγίζωμεν

σπογγίζητε

σπογγίζωσιν*

기원법단수 σπογγίζοιμι

σπογγίζοις

σπογγίζοι

쌍수 σπογγίζοιτον

σπογγιζοίτην

복수 σπογγίζοιμεν

σπογγίζοιτε

σπογγίζοιεν

명령법단수 σπόγγιζε

σπογγιζέτω

쌍수 σπογγίζετον

σπογγιζέτων

복수 σπογγίζετε

σπογγιζόντων, σπογγιζέτωσαν

부정사 σπογγίζειν

분사 남성여성중성
σπογγιζων

σπογγιζοντος

σπογγιζουσα

σπογγιζουσης

σπογγιζον

σπογγιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σπογγίζομαι

σπογγίζει, σπογγίζῃ

σπογγίζεται

쌍수 σπογγίζεσθον

σπογγίζεσθον

복수 σπογγιζόμεθα

σπογγίζεσθε

σπογγίζονται

접속법단수 σπογγίζωμαι

σπογγίζῃ

σπογγίζηται

쌍수 σπογγίζησθον

σπογγίζησθον

복수 σπογγιζώμεθα

σπογγίζησθε

σπογγίζωνται

기원법단수 σπογγιζοίμην

σπογγίζοιο

σπογγίζοιτο

쌍수 σπογγίζοισθον

σπογγιζοίσθην

복수 σπογγιζοίμεθα

σπογγίζοισθε

σπογγίζοιντο

명령법단수 σπογγίζου

σπογγιζέσθω

쌍수 σπογγίζεσθον

σπογγιζέσθων

복수 σπογγίζεσθε

σπογγιζέσθων, σπογγιζέσθωσαν

부정사 σπογγίζεσθαι

분사 남성여성중성
σπογγιζομενος

σπογγιζομενου

σπογγιζομενη

σπογγιζομενης

σπογγιζομενον

σπογγιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wipe with a sponge

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION