Ancient Greek-English Dictionary Language

σκωπτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σκωπτικός σκωπτική σκωπτικόν

Structure: σκωπτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from skw/ptw

Sense

  1. mocking, jesting

Examples

  • ὁ μὲν γὰρ Δημοσθενικὸσ ἔξω παντὸσ ὠραϊσμοῦ καὶ παιδιᾶσ εἰσ δεινότητα καὶ σπουδὴν συνηγμένοσ οὐκ ἐλλυχνίων ὄδωδεν, ὥσπερ ὁ Πυθέασ ἔσκωπτεν, ἀλλ’ ὐδροποσίασ καὶ φροντίδων καὶ τῆσ λεγομένησ πικρίασ τοῦ τρόπου καὶ στυγνότητοσ, Κικέρων δὲ πολλαχοὺ τῷ σκωπτικῷ πρὸσ τὸ βωμολόχον ἐκφερόμενοσ καὶ πράγματα σπονδῆσ ἄξια γέλωτι καὶ παίδιᾷ κατειρωνευόμενοσ ἐν ταῖσ δίκαισ εἰσ τὸ χρειῶδεσ ἠφείδει τοῦ πρέποντοσ, ὥσπερ ἐν τῇ Καιλίου συνηγορίᾳ μηδὲν ἄτοπον ποιεῖν αὐτὸν ἐν τοσαύτῃ τρνφῇ καὶ πολυτελείᾳ ταῖσ ἡδοναῖσ χρώμενον· (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 3:2)
  • μάλιστα γὰρ εἰσάγονται οἱ μάγειροι σκωπτικοί τινεσ,1 ὡσ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἐπιτρέπουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 77 3:2)
  • βουλόμενοσ δέ τι καὶ αὐτὸσ ὁ Τιγράνησ χαρίεισ εἶναι καὶ σκωπτικόσ εἶπε τὸ θρυλούμενον· (Plutarch, Lucullus, chapter 27 4:1)
  • Φέρεται δὲ καὶ ἡμῶν εἰσ αὐτὸν ἐν τῇ Παμμέτρῳ σκωπτικὸν μέν, τοῦτον δ’ ἔχον τὸν τρόπον· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, h, Kef. b'. EMPEDOKLHS 24:8)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION