헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκυτοτραγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκυτοτραγέω σκυτοτραγήσω

형태분석: σκυτοτραγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tragei=n

  1. to gnaw leather

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυτοτράγω

σκυτοτράγεις

σκυτοτράγει

쌍수 σκυτοτράγειτον

σκυτοτράγειτον

복수 σκυτοτράγουμεν

σκυτοτράγειτε

σκυτοτράγουσιν*

접속법단수 σκυτοτράγω

σκυτοτράγῃς

σκυτοτράγῃ

쌍수 σκυτοτράγητον

σκυτοτράγητον

복수 σκυτοτράγωμεν

σκυτοτράγητε

σκυτοτράγωσιν*

기원법단수 σκυτοτράγοιμι

σκυτοτράγοις

σκυτοτράγοι

쌍수 σκυτοτράγοιτον

σκυτοτραγοίτην

복수 σκυτοτράγοιμεν

σκυτοτράγοιτε

σκυτοτράγοιεν

명령법단수 σκυτοτρᾶγει

σκυτοτραγεῖτω

쌍수 σκυτοτράγειτον

σκυτοτραγεῖτων

복수 σκυτοτράγειτε

σκυτοτραγοῦντων, σκυτοτραγεῖτωσαν

부정사 σκυτοτράγειν

분사 남성여성중성
σκυτοτραγων

σκυτοτραγουντος

σκυτοτραγουσα

σκυτοτραγουσης

σκυτοτραγουν

σκυτοτραγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυτοτράγουμαι

σκυτοτράγει, σκυτοτράγῃ

σκυτοτράγειται

쌍수 σκυτοτράγεισθον

σκυτοτράγεισθον

복수 σκυτοτραγοῦμεθα

σκυτοτράγεισθε

σκυτοτράγουνται

접속법단수 σκυτοτράγωμαι

σκυτοτράγῃ

σκυτοτράγηται

쌍수 σκυτοτράγησθον

σκυτοτράγησθον

복수 σκυτοτραγώμεθα

σκυτοτράγησθε

σκυτοτράγωνται

기원법단수 σκυτοτραγοίμην

σκυτοτράγοιο

σκυτοτράγοιτο

쌍수 σκυτοτράγοισθον

σκυτοτραγοίσθην

복수 σκυτοτραγοίμεθα

σκυτοτράγοισθε

σκυτοτράγοιντο

명령법단수 σκυτοτράγου

σκυτοτραγεῖσθω

쌍수 σκυτοτράγεισθον

σκυτοτραγεῖσθων

복수 σκυτοτράγεισθε

σκυτοτραγεῖσθων, σκυτοτραγεῖσθωσαν

부정사 σκυτοτράγεισθαι

분사 남성여성중성
σκυτοτραγουμενος

σκυτοτραγουμενου

σκυτοτραγουμενη

σκυτοτραγουμενης

σκυτοτραγουμενον

σκυτοτραγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυτοτραγήσω

σκυτοτραγήσεις

σκυτοτραγήσει

쌍수 σκυτοτραγήσετον

σκυτοτραγήσετον

복수 σκυτοτραγήσομεν

σκυτοτραγήσετε

σκυτοτραγήσουσιν*

기원법단수 σκυτοτραγήσοιμι

σκυτοτραγήσοις

σκυτοτραγήσοι

쌍수 σκυτοτραγήσοιτον

σκυτοτραγησοίτην

복수 σκυτοτραγήσοιμεν

σκυτοτραγήσοιτε

σκυτοτραγήσοιεν

부정사 σκυτοτραγήσειν

분사 남성여성중성
σκυτοτραγησων

σκυτοτραγησοντος

σκυτοτραγησουσα

σκυτοτραγησουσης

σκυτοτραγησον

σκυτοτραγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυτοτραγήσομαι

σκυτοτραγήσει, σκυτοτραγήσῃ

σκυτοτραγήσεται

쌍수 σκυτοτραγήσεσθον

σκυτοτραγήσεσθον

복수 σκυτοτραγησόμεθα

σκυτοτραγήσεσθε

σκυτοτραγήσονται

기원법단수 σκυτοτραγησοίμην

σκυτοτραγήσοιο

σκυτοτραγήσοιτο

쌍수 σκυτοτραγήσοισθον

σκυτοτραγησοίσθην

복수 σκυτοτραγησοίμεθα

σκυτοτραγήσοισθε

σκυτοτραγήσοιντο

부정사 σκυτοτραγήσεσθαι

분사 남성여성중성
σκυτοτραγησομενος

σκυτοτραγησομενου

σκυτοτραγησομενη

σκυτοτραγησομενης

σκυτοτραγησομενον

σκυτοτραγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to gnaw leather

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION