Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σκυτικός σκυτική σκυτικόν

Structure: σκυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sku=tos

Sense

  1. skilled in shoemaking: -

Examples

  • εἰ δή τίσ ἐστιν ἀρετὴ σκυτικῆσ καὶ σπουδαίου σκυτέωσ, τὸ ἔργον ἐστὶ σπουδαῖον ὑπόδημα. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 12:2)
  • ἦ οὖν τι σκυτικῆσ δεῖ μᾶλλον κήδεσθαι ἢ πολεμικῆσ; (Plato, Republic, book 2 242:1)
  • ἀλλ’ ἄρα τὸν μὲν σκυτοτόμον διεκωλύομεν μήτε γεωργὸν ἐπιχειρεῖν εἶναι ἅμα μήτε ὑφάντην μήτε οἰκοδόμον ἀλλὰ σκυτοτόμον, ἵνα δὴ ἡμῖν τὸ τῆσ σκυτικῆσ ἔργον καλῶσ γίγνοιτο, καὶ τῶν ἄλλων ἑνὶ ἑκάστῳ ὡσαύτωσ ἓν ἀπεδίδομεν, πρὸσ ὃ ἐπεφύκει ἕκαστοσ καὶ ἐφ’ ᾧ ἔμελλε τῶν ἄλλων σχολὴν ἄγων διὰ βίου αὐτὸ ἐργαζόμενοσ οὐ παριεὶσ τοὺσ καιροὺσ καλῶσ ἀπεργάσεσθαι· (Plato, Republic, book 2 244:1)

Synonyms

  1. skilled in shoemaking

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION