Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σκυτικός σκυτική σκυτικόν

Structure: σκυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sku=tos

Sense

  1. skilled in shoemaking: -

Examples

  • οἱο͂ν τεκτονικὴν καὶ σκυτικήν; (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 265:2)
  • ὅταν λέγῃσ σκυτικήν, μή τι ἄλλο φράζεισ ἢ ἐπιστήμην ὑποδημάτων ἐργασίασ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 30:5)
  • σκυτικὴν ἄρα οὐ συνίησιν ὃσ ἂν ἐπιστήμην ἀγνοῇ, οὐδέ τινα ἄλλην τέχνην. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 34:4)
  • οὐδὲ γὰρ εἰσ τεκτονικὴν ὁ μὴ τέκτων οὐδ’ εἰσ σκυτικὴν ὁ μὴ σκυτεύσ. (Epictetus, Works, book 3, 8:6)
  • οὗτοι μὲν δὴ τὴν στρατοπεδείαν ἐβάλοντο μικρὸν ἀποσχόντεσ τῆσ πόλεωσ, τὰσ δὲ προσβολὰσ ἔκριναν ποιεῖσθαι τῇ μὲν πεζῇ δυνάμει κατὰ τοὺσ ἀπὸ τῶν Ἑξαπύλων τόπουσ, τῇ δὲ ναυτικῇ τῆσ Ἀχραδίνησ κατὰ τὴν Σκυτικὴν προσαγορευομένην στοάν, καθ’ ἣν ἐπ’ αὐτῆσ κεῖται τῆσ κρηπῖδοσ τὸ τεῖχοσ παρὰ θάλατταν. (Polybius, Histories, book 8, chapter 3 2:1)

Synonyms

  1. skilled in shoemaking

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION