Ancient Greek-English Dictionary Language

σκυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σκυτικός σκυτική σκυτικόν

Structure: σκυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sku=tos

Sense

  1. skilled in shoemaking: -

Examples

  • σκυτική. (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 153:10)
  • σκυτικῇ ἄρα ὑποδημάτων ἐπιμελούμεθα; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 153:11)
  • ἦ καὶ ποδὸσ σκυτικῇ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 154:2)
  • γυμναστικῇ μὲν ἄρα ποδὸσ ἐπιμελούμεθα, σκυτικῇ δὲ τῶν τοῦ ποδόσ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 154:9)
  • ἐπεί, ὦ Κριτία, εἰ ’θέλεισ ἐξελεῖν ταύτην τὴν ἐπιστήμην ἐκ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, ἧττόν τι ἡ μὲν ἰατρικὴ ὑγιαίνειν ποιήσει, ἡ δὲ σκυτικὴ ὑποδεδέσθαι, ἡ δὲ ὑφαντικὴ ἠμφιέσθαι, ἡ δὲ κυβερνητικὴ κωλύσει ἐν τῇ θαλάττῃ ἀποθνῄσκειν καὶ ἡ στρατηγικὴ ἐν πολέμῳ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 459:2)

Synonyms

  1. skilled in shoemaking

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION