헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκορδινάομαι

α 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκορδινάομαι

형태분석: σκορδινά (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 하품하다
  1. to stretch one's limbs, yawn, gape

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκορδινῶμαι

(나는) 하품한다

σκορδινᾷ

(너는) 하품한다

σκορδινᾶται

(그는) 하품한다

쌍수 σκορδινᾶσθον

(너희 둘은) 하품한다

σκορδινᾶσθον

(그 둘은) 하품한다

복수 σκορδινώμεθα

(우리는) 하품한다

σκορδινᾶσθε

(너희는) 하품한다

σκορδινῶνται

(그들은) 하품한다

접속법단수 σκορδινῶμαι

(나는) 하품하자

σκορδινῇ

(너는) 하품하자

σκορδινῆται

(그는) 하품하자

쌍수 σκορδινῆσθον

(너희 둘은) 하품하자

σκορδινῆσθον

(그 둘은) 하품하자

복수 σκορδινώμεθα

(우리는) 하품하자

σκορδινῆσθε

(너희는) 하품하자

σκορδινῶνται

(그들은) 하품하자

기원법단수 σκορδινῴμην

(나는) 하품하기를 (바라다)

σκορδινῷο

(너는) 하품하기를 (바라다)

σκορδινῷτο

(그는) 하품하기를 (바라다)

쌍수 σκορδινῷσθον

(너희 둘은) 하품하기를 (바라다)

σκορδινῴσθην

(그 둘은) 하품하기를 (바라다)

복수 σκορδινῴμεθα

(우리는) 하품하기를 (바라다)

σκορδινῷσθε

(너희는) 하품하기를 (바라다)

σκορδινῷντο

(그들은) 하품하기를 (바라다)

명령법단수 σκορδινῶ

(너는) 하품해라

σκορδινᾱ́σθω

(그는) 하품해라

쌍수 σκορδινᾶσθον

(너희 둘은) 하품해라

σκορδινᾱ́σθων

(그 둘은) 하품해라

복수 σκορδινᾶσθε

(너희는) 하품해라

σκορδινᾱ́σθων, σκορδινᾱ́σθωσαν

(그들은) 하품해라

부정사 σκορδινᾶσθαι

하품하는 것

분사 남성여성중성
σκορδινωμενος

σκορδινωμενου

σκορδινωμενη

σκορδινωμενης

σκορδινωμενον

σκορδινωμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκορδινώμην

(나는) 하품하고 있었다

ἐσκορδινῶ

(너는) 하품하고 있었다

ἐσκορδινᾶτο

(그는) 하품하고 있었다

쌍수 ἐσκορδινᾶσθον

(너희 둘은) 하품하고 있었다

ἐσκορδινᾱ́σθην

(그 둘은) 하품하고 있었다

복수 ἐσκορδινώμεθα

(우리는) 하품하고 있었다

ἐσκορδινᾶσθε

(너희는) 하품하고 있었다

ἐσκορδινῶντο

(그들은) 하품하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδέπω τὸ ἴκταρ ἐμήμεκασ οὐδὲ τὸ σκορδινᾶσθαι οὐδὲ τὸ τευτάζεσθαι οὐδὲ τὸ σκύλλεσθαι. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 21:5)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 21:5)

  • κᾆτ’ ἐπειδὰν ὦ μόνοσ, στένω κέχηνα σκορδινῶμαι πέρδομαι, ἀπορῶ γράφω παρατίλλομαι λογίζομαι, ἀποβλέπων ἐσ τὸν ἀγρὸν εἰρήνησ ἐρῶν, στυγῶν μὲν ἄστυ τὸν δ’ ἐμὸν δῆμον ποθῶν, ὃσ οὐδεπώποτ’ εἶπεν, ἄνθρακασ πρίω, οὐκ ὄξοσ οὐκ ἔλαιον, οὐδ’ ᾔδει "πρίω," ἀλλ’ αὐτὸσ ἔφερε πάντα χὠ πρίων ἀπῆν. (Aristophanes, Acharnians, Prologue 1:16)

    (아리스토파네스, Acharnians, Prologue 1:16)

  • τί σκορδινᾷ καὶ δυσφορεῖσ; (Aristophanes, Frogs, Agon, Epirrheme12)

    (아리스토파네스, Frogs, Agon, Epirrheme12)

  • ὡσ οὗτοσ ἤδη σκορδινᾶται κἄστιν οὐκ ἐν αὑτοῦ. (Aristophanes, Wasps, Agon, antistrophe5)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, antistrophe5)

유의어

  1. 하품하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION