헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκόλοψ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκόλοψ σκόλοπος

형태분석: σκολοπ (어간) + ς (어미)

  1. A pale, a stake; a palisade
  2. An instrument for operating on the urethra
  3. The point of a fishing hook

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πάχνην ὡσ ἅλα ἐπὶ γῆσ χέει, καὶ παγεῖσα γίνεται σκολόπων ἄκρα. (Septuagint, Liber Sirach 43:19)

    (70인역 성경, Liber Sirach 43:19)

  • ταῖσ μὲν οὖν ἄλλαισ οὐ προσέσχομεν, ἧσ δὲ ἐπέβημεν, τοιάδε ἦν κύκλῳ μὲν πᾶσα κρημνώδησ καὶ ἀπόξυροσ, πέτραισ καὶ τράχωσι κατεσκληκυῖα, δένδρον δ’ οὐδὲν οὐδὲ ὕδωρ ἐνῆν ἀνερπύσαντεσ δὲ ὅμωσ κατὰ τοὺσ κρημνοὺσ προῇμεν διά τινοσ ἀκανθώδουσ καὶ σκολόπων μεστῆσ ἀτραποῦ, πολλὴν ἀμορφίαν τῆσ χώρασ ἐχούσησ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 30:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 30:1)

  • ὅλην ἐντὸσ τὴν πόλιν ἀνέσκαψε καὶ διετάφρευσε, καὶ σκολόπων ἐνέπλησε τοὺσ στενωποὺσ πλὴν δυεῖν, δι’ ὧν ἐπὶ θάλατταν αὐτὸσ κατῆλθεν. (Plutarch, Pompey, chapter 62 3:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 62 3:2)

  • οἱ δὲ Τρῶεσ ἐσ τῆσ νήσου τὰ ὑψηλὰ ἀναφεύγουσι, καταλαβόντεσ δὲ ὄρη δύσβατα ὑπὸ σκολόπων τε καὶ κρημνῶν Ἰλιεῖσ μὲν ὄνομα καὶ ἐσ ἐμὲ ἔτι ἔχουσι, Λίβυσι μέντοι τὰσ μορφὰσ καὶ τῶν ὅπλων τὴν σκευὴν καὶ ἐσ τὴν πᾶσαν δίαιταν ἐοίκασιν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 17 10:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 17 10:3)

SEARCH

MENU NAVIGATION