- ἔγωγ’ οὖν οἶδά ποτε καταπεπαρμένον ἐν ποδὶ νεανίσκου σκόλοπα τοῖσ μὲν δακτύλοισ ἕλκουσιν ἡμῖν βιαίωσ οὐκ ἀκολουθήσαντα, φαρμάκου δ’ ἐπιτεθέντοσ ἀλύπωσ τε καὶ διὰ ταχέων ἀνελθόντα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1466)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1466)
- καίτοι καὶ πρὸσ τοῦτό τινεσ ἀντιλέγουσι φάσκοντεσ, ὅταν ἡ φλεγμονὴ λυθῇ τοῦ μέρουσ, αὐτόματον ἐξιέναι τὸν σκόλοπα πρὸσ οὐδενὸσ ἀνελκόμενον. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1467)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1467)
- ὃν γὰρ ἡμεῖσ ἕλκοντεσ τοῖσ δακτύλοισ οὐκ ἀνηγάγομεν σκόλοπα, τοῦτον ὑπὸ τῶν σμικρῶν ἐκείνων ἀνέλκεσθαι ψηγμάτων, πῶσ οὐ παντάπασιν ἄτοπον εἶναι χρὴ νομίζειν; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1472)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1472)
- ἀνευροῦσα δὲ ὕστερον τοὺσ γονέασ, ὡσ ὁ πατὴρ γαμεῖν αὐτὴν ἔπειθεν ἀπιοῦσα εἰσ σταδιαῖον τόπον καὶ πήξασα μέσον σκόλοπα τρίπηχυν, ἐντεῦθεν τῶν μνηστευομένων τοὺσ δρόμουσ προϊεῖσα ἐτρόχαζε καθωπλισμένη· (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 9 2:8)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 9 2:8)