Ancient Greek-English Dictionary Language

σκόλοψ

Third declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: σκόλοψ σκόλοπος

Structure: σκολοπ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. A pale, a stake; a palisade
  2. An instrument for operating on the urethra
  3. The point of a fishing hook

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔγωγ’ οὖν οἶδά ποτε καταπεπαρμένον ἐν ποδὶ νεανίσκου σκόλοπα τοῖσ μὲν δακτύλοισ ἕλκουσιν ἡμῖν βιαίωσ οὐκ ἀκολουθήσαντα, φαρμάκου δ’ ἐπιτεθέντοσ ἀλύπωσ τε καὶ διὰ ταχέων ἀνελθόντα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1466)
  • καίτοι καὶ πρὸσ τοῦτό τινεσ ἀντιλέγουσι φάσκοντεσ, ὅταν ἡ φλεγμονὴ λυθῇ τοῦ μέρουσ, αὐτόματον ἐξιέναι τὸν σκόλοπα πρὸσ οὐδενὸσ ἀνελκόμενον. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1467)
  • ὃν γὰρ ἡμεῖσ ἕλκοντεσ τοῖσ δακτύλοισ οὐκ ἀνηγάγομεν σκόλοπα, τοῦτον ὑπὸ τῶν σμικρῶν ἐκείνων ἀνέλκεσθαι ψηγμάτων, πῶσ οὐ παντάπασιν ἄτοπον εἶναι χρὴ νομίζειν; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1472)
  • ἀνευροῦσα δὲ ὕστερον τοὺσ γονέασ, ὡσ ὁ πατὴρ γαμεῖν αὐτὴν ἔπειθεν ἀπιοῦσα εἰσ σταδιαῖον τόπον καὶ πήξασα μέσον σκόλοπα τρίπηχυν, ἐντεῦθεν τῶν μνηστευομένων τοὺσ δρόμουσ προϊεῖσα ἐτρόχαζε καθωπλισμένη· (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 9 2:8)

SEARCH

MENU NAVIGATION