헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκληρύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκληρύνω

형태분석: σκληρύν (어간) + ω (인칭어미)

어원: sklhro/s

  1. 굳히다, 다지다, 굳어지다
  1. to harden, to harden

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληρύνω

(나는) 굳힌다

σκληρύνεις

(너는) 굳힌다

σκληρύνει

(그는) 굳힌다

쌍수 σκληρύνετον

(너희 둘은) 굳힌다

σκληρύνετον

(그 둘은) 굳힌다

복수 σκληρύνομεν

(우리는) 굳힌다

σκληρύνετε

(너희는) 굳힌다

σκληρύνουσιν*

(그들은) 굳힌다

접속법단수 σκληρύνω

(나는) 굳히자

σκληρύνῃς

(너는) 굳히자

σκληρύνῃ

(그는) 굳히자

쌍수 σκληρύνητον

(너희 둘은) 굳히자

σκληρύνητον

(그 둘은) 굳히자

복수 σκληρύνωμεν

(우리는) 굳히자

σκληρύνητε

(너희는) 굳히자

σκληρύνωσιν*

(그들은) 굳히자

기원법단수 σκληρύνοιμι

(나는) 굳히기를 (바라다)

σκληρύνοις

(너는) 굳히기를 (바라다)

σκληρύνοι

(그는) 굳히기를 (바라다)

쌍수 σκληρύνοιτον

(너희 둘은) 굳히기를 (바라다)

σκληρυνοίτην

(그 둘은) 굳히기를 (바라다)

복수 σκληρύνοιμεν

(우리는) 굳히기를 (바라다)

σκληρύνοιτε

(너희는) 굳히기를 (바라다)

σκληρύνοιεν

(그들은) 굳히기를 (바라다)

명령법단수 σκλήρυνε

(너는) 굳혀라

σκληρυνέτω

(그는) 굳혀라

쌍수 σκληρύνετον

(너희 둘은) 굳혀라

σκληρυνέτων

(그 둘은) 굳혀라

복수 σκληρύνετε

(너희는) 굳혀라

σκληρυνόντων, σκληρυνέτωσαν

(그들은) 굳혀라

부정사 σκληρύνειν

굳히는 것

분사 남성여성중성
σκληρυνων

σκληρυνοντος

σκληρυνουσα

σκληρυνουσης

σκληρυνον

σκληρυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληρύνομαι

(나는) 굳는다

σκληρύνει, σκληρύνῃ

(너는) 굳는다

σκληρύνεται

(그는) 굳는다

쌍수 σκληρύνεσθον

(너희 둘은) 굳는다

σκληρύνεσθον

(그 둘은) 굳는다

복수 σκληρυνόμεθα

(우리는) 굳는다

σκληρύνεσθε

(너희는) 굳는다

σκληρύνονται

(그들은) 굳는다

접속법단수 σκληρύνωμαι

(나는) 굳자

σκληρύνῃ

(너는) 굳자

σκληρύνηται

(그는) 굳자

쌍수 σκληρύνησθον

(너희 둘은) 굳자

σκληρύνησθον

(그 둘은) 굳자

복수 σκληρυνώμεθα

(우리는) 굳자

σκληρύνησθε

(너희는) 굳자

σκληρύνωνται

(그들은) 굳자

기원법단수 σκληρυνοίμην

(나는) 굳기를 (바라다)

σκληρύνοιο

(너는) 굳기를 (바라다)

σκληρύνοιτο

(그는) 굳기를 (바라다)

쌍수 σκληρύνοισθον

(너희 둘은) 굳기를 (바라다)

σκληρυνοίσθην

(그 둘은) 굳기를 (바라다)

복수 σκληρυνοίμεθα

(우리는) 굳기를 (바라다)

σκληρύνοισθε

(너희는) 굳기를 (바라다)

σκληρύνοιντο

(그들은) 굳기를 (바라다)

명령법단수 σκληρύνου

(너는) 굳어라

σκληρυνέσθω

(그는) 굳어라

쌍수 σκληρύνεσθον

(너희 둘은) 굳어라

σκληρυνέσθων

(그 둘은) 굳어라

복수 σκληρύνεσθε

(너희는) 굳어라

σκληρυνέσθων, σκληρυνέσθωσαν

(그들은) 굳어라

부정사 σκληρύνεσθαι

굳는 것

분사 남성여성중성
σκληρυνομενος

σκληρυνομενου

σκληρυνομενη

σκληρυνομενης

σκληρυνομενον

σκληρυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκλήρυνον

(나는) 굳히고 있었다

ἐσκλήρυνες

(너는) 굳히고 있었다

ἐσκλήρυνεν*

(그는) 굳히고 있었다

쌍수 ἐσκληρύνετον

(너희 둘은) 굳히고 있었다

ἐσκληρυνέτην

(그 둘은) 굳히고 있었다

복수 ἐσκληρύνομεν

(우리는) 굳히고 있었다

ἐσκληρύνετε

(너희는) 굳히고 있었다

ἐσκλήρυνον

(그들은) 굳히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκληρυνόμην

(나는) 굳고 있었다

ἐσκληρύνου

(너는) 굳고 있었다

ἐσκληρύνετο

(그는) 굳고 있었다

쌍수 ἐσκληρύνεσθον

(너희 둘은) 굳고 있었다

ἐσκληρυνέσθην

(그 둘은) 굳고 있었다

복수 ἐσκληρυνόμεθα

(우리는) 굳고 있었다

ἐσκληρύνεσθε

(너희는) 굳고 있었다

ἐσκληρύνοντο

(그들은) 굳고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ δέ τινεσ ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντεσ τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθουσ, ἀποστὰσ ἀπ’ αὐτῶν ἀφώρισεν τοὺσ μαθητάσ, καθ’ ἡμέραν διαλεγόμενοσ ἐν τῇ σχολῇ Τυράννου . (, chapter 19 9:1)

    (, chapter 19 9:1)

유의어

  1. 굳히다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION