헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκληραγωγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκληραγωγέω σκληραγωγήσω

형태분석: σκληραγωγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)gwgh/

  1. to bring up hardy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληραγώγω

σκληραγώγεις

σκληραγώγει

쌍수 σκληραγώγειτον

σκληραγώγειτον

복수 σκληραγώγουμεν

σκληραγώγειτε

σκληραγώγουσιν*

접속법단수 σκληραγώγω

σκληραγώγῃς

σκληραγώγῃ

쌍수 σκληραγώγητον

σκληραγώγητον

복수 σκληραγώγωμεν

σκληραγώγητε

σκληραγώγωσιν*

기원법단수 σκληραγώγοιμι

σκληραγώγοις

σκληραγώγοι

쌍수 σκληραγώγοιτον

σκληραγωγοίτην

복수 σκληραγώγοιμεν

σκληραγώγοιτε

σκληραγώγοιεν

명령법단수 σκληραγῶγει

σκληραγωγεῖτω

쌍수 σκληραγώγειτον

σκληραγωγεῖτων

복수 σκληραγώγειτε

σκληραγωγοῦντων, σκληραγωγεῖτωσαν

부정사 σκληραγώγειν

분사 남성여성중성
σκληραγωγων

σκληραγωγουντος

σκληραγωγουσα

σκληραγωγουσης

σκληραγωγουν

σκληραγωγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληραγώγουμαι

σκληραγώγει, σκληραγώγῃ

σκληραγώγειται

쌍수 σκληραγώγεισθον

σκληραγώγεισθον

복수 σκληραγωγοῦμεθα

σκληραγώγεισθε

σκληραγώγουνται

접속법단수 σκληραγώγωμαι

σκληραγώγῃ

σκληραγώγηται

쌍수 σκληραγώγησθον

σκληραγώγησθον

복수 σκληραγωγώμεθα

σκληραγώγησθε

σκληραγώγωνται

기원법단수 σκληραγωγοίμην

σκληραγώγοιο

σκληραγώγοιτο

쌍수 σκληραγώγοισθον

σκληραγωγοίσθην

복수 σκληραγωγοίμεθα

σκληραγώγοισθε

σκληραγώγοιντο

명령법단수 σκληραγώγου

σκληραγωγεῖσθω

쌍수 σκληραγώγεισθον

σκληραγωγεῖσθων

복수 σκληραγώγεισθε

σκληραγωγεῖσθων, σκληραγωγεῖσθωσαν

부정사 σκληραγώγεισθαι

분사 남성여성중성
σκληραγωγουμενος

σκληραγωγουμενου

σκληραγωγουμενη

σκληραγωγουμενης

σκληραγωγουμενον

σκληραγωγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληραγωγήσω

σκληραγωγήσεις

σκληραγωγήσει

쌍수 σκληραγωγήσετον

σκληραγωγήσετον

복수 σκληραγωγήσομεν

σκληραγωγήσετε

σκληραγωγήσουσιν*

기원법단수 σκληραγωγήσοιμι

σκληραγωγήσοις

σκληραγωγήσοι

쌍수 σκληραγωγήσοιτον

σκληραγωγησοίτην

복수 σκληραγωγήσοιμεν

σκληραγωγήσοιτε

σκληραγωγήσοιεν

부정사 σκληραγωγήσειν

분사 남성여성중성
σκληραγωγησων

σκληραγωγησοντος

σκληραγωγησουσα

σκληραγωγησουσης

σκληραγωγησον

σκληραγωγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκληραγωγήσομαι

σκληραγωγήσει, σκληραγωγήσῃ

σκληραγωγήσεται

쌍수 σκληραγωγήσεσθον

σκληραγωγήσεσθον

복수 σκληραγωγησόμεθα

σκληραγωγήσεσθε

σκληραγωγήσονται

기원법단수 σκληραγωγησοίμην

σκληραγωγήσοιο

σκληραγωγήσοιτο

쌍수 σκληραγωγήσοισθον

σκληραγωγησοίσθην

복수 σκληραγωγησοίμεθα

σκληραγωγήσοισθε

σκληραγωγήσοιντο

부정사 σκληραγωγήσεσθαι

분사 남성여성중성
σκληραγωγησομενος

σκληραγωγησομενου

σκληραγωγησομενη

σκληραγωγησομενης

σκληραγωγησομενον

σκληραγωγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ μέχρι τούτων προελθὼν ἐπαύσατο τὰ μὲν καλλωπίζων, τὰ δὲ σκληραγωγῶν τὴν λέξιν, ἧττον ἂν ὀχληρὸσ ἦν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 301)

    (디오니시오스, , chapter 301)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION