Ancient Greek-English Dictionary Language

σιδηροφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: σιδηροφορέω σιδηροφορήσω

Structure: σιδηροφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from sidhrofo/ros

Sense

  1. to bear iron, wear arms, go armed
  2. to go with an armed escort

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιδηροφόρω σιδηροφόρεις σιδηροφόρει
Dual σιδηροφόρειτον σιδηροφόρειτον
Plural σιδηροφόρουμεν σιδηροφόρειτε σιδηροφόρουσιν*
SubjunctiveSingular σιδηροφόρω σιδηροφόρῃς σιδηροφόρῃ
Dual σιδηροφόρητον σιδηροφόρητον
Plural σιδηροφόρωμεν σιδηροφόρητε σιδηροφόρωσιν*
OptativeSingular σιδηροφόροιμι σιδηροφόροις σιδηροφόροι
Dual σιδηροφόροιτον σιδηροφοροίτην
Plural σιδηροφόροιμεν σιδηροφόροιτε σιδηροφόροιεν
ImperativeSingular σιδηροφο͂ρει σιδηροφορεῖτω
Dual σιδηροφόρειτον σιδηροφορεῖτων
Plural σιδηροφόρειτε σιδηροφοροῦντων, σιδηροφορεῖτωσαν
Infinitive σιδηροφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σιδηροφορων σιδηροφορουντος σιδηροφορουσα σιδηροφορουσης σιδηροφορουν σιδηροφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιδηροφόρουμαι σιδηροφόρει, σιδηροφόρῃ σιδηροφόρειται
Dual σιδηροφόρεισθον σιδηροφόρεισθον
Plural σιδηροφοροῦμεθα σιδηροφόρεισθε σιδηροφόρουνται
SubjunctiveSingular σιδηροφόρωμαι σιδηροφόρῃ σιδηροφόρηται
Dual σιδηροφόρησθον σιδηροφόρησθον
Plural σιδηροφορώμεθα σιδηροφόρησθε σιδηροφόρωνται
OptativeSingular σιδηροφοροίμην σιδηροφόροιο σιδηροφόροιτο
Dual σιδηροφόροισθον σιδηροφοροίσθην
Plural σιδηροφοροίμεθα σιδηροφόροισθε σιδηροφόροιντο
ImperativeSingular σιδηροφόρου σιδηροφορεῖσθω
Dual σιδηροφόρεισθον σιδηροφορεῖσθων
Plural σιδηροφόρεισθε σιδηροφορεῖσθων, σιδηροφορεῖσθωσαν
Infinitive σιδηροφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σιδηροφορουμενος σιδηροφορουμενου σιδηροφορουμενη σιδηροφορουμενης σιδηροφορουμενον σιδηροφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιδηροφορήσω σιδηροφορήσεις σιδηροφορήσει
Dual σιδηροφορήσετον σιδηροφορήσετον
Plural σιδηροφορήσομεν σιδηροφορήσετε σιδηροφορήσουσιν*
OptativeSingular σιδηροφορήσοιμι σιδηροφορήσοις σιδηροφορήσοι
Dual σιδηροφορήσοιτον σιδηροφορησοίτην
Plural σιδηροφορήσοιμεν σιδηροφορήσοιτε σιδηροφορήσοιεν
Infinitive σιδηροφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
σιδηροφορησων σιδηροφορησοντος σιδηροφορησουσα σιδηροφορησουσης σιδηροφορησον σιδηροφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular σιδηροφορήσομαι σιδηροφορήσει, σιδηροφορήσῃ σιδηροφορήσεται
Dual σιδηροφορήσεσθον σιδηροφορήσεσθον
Plural σιδηροφορησόμεθα σιδηροφορήσεσθε σιδηροφορήσονται
OptativeSingular σιδηροφορησοίμην σιδηροφορήσοιο σιδηροφορήσοιτο
Dual σιδηροφορήσοισθον σιδηροφορησοίσθην
Plural σιδηροφορησοίμεθα σιδηροφορήσοισθε σιδηροφορήσοιντο
Infinitive σιδηροφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
σιδηροφορησομενος σιδηροφορησομενου σιδηροφορησομενη σιδηροφορησομενης σιδηροφορησομενον σιδηροφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bear iron

  2. to go with an armed escort

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION