- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σιδηροφόρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: sidērophoros 고전 발음: [시데:로포로] 신약 발음: [시데로포로]

기본형: σιδηροφόρος σιδηροφόρον

형태분석: σιδηροφορ (어간) + ος (어미)

어원: φέρω

  1. bearing arms or tools

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 σιδηροφόρος

(이)가

σιδηρόφορον

(것)가

속격 σιδηροφόρου

(이)의

σιδηροφόρου

(것)의

여격 σιδηροφόρῳ

(이)에게

σιδηροφόρῳ

(것)에게

대격 σιδηροφόρον

(이)를

σιδηρόφορον

(것)를

호격 σιδηροφόρε

(이)야

σιδηρόφορον

(것)야

쌍수주/대/호 σιδηροφόρω

(이)들이

σιδηροφόρω

(것)들이

속/여 σιδηροφόροιν

(이)들의

σιδηροφόροιν

(것)들의

복수주격 σιδηροφόροι

(이)들이

σιδηρόφορα

(것)들이

속격 σιδηροφόρων

(이)들의

σιδηροφόρων

(것)들의

여격 σιδηροφόροις

(이)들에게

σιδηροφόροις

(것)들에게

대격 σιδηροφόρους

(이)들을

σιδηρόφορα

(것)들을

호격 σιδηροφόροι

(이)들아

σιδηρόφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἰεὶ γὰρ μάρναντο σιδηροφόρου περὶ γαίης. (Apollodorus, Argonautica, book 2 2:44)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 2:44)

  • ἀλλὰ σιδηροφόρον στυφελὴν χθόνα γατομέοντες ὦνον ἀμείβονται βιοτήσιον, οὐδέ ποτέ σφιν ἠὼς ἀντέλλει καμάτων ἄτερ, ἀλλὰ κελαινῇ λιγνύι καὶ καπνῷ κάματον βαρὺν ὀτλεύουσιν. (Apollodorus, Argonautica, book 2 17:3)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 17:3)

  • πρὸς τοὺς αὐτούς στῆλαι, καὶ πλακόεντες ἐν οὔρεσιν, ἔργα Γιγάντων, τύμβοι, καὶ φθιμένων ἄφθιτε μνημοσύνη, σεισμὸς πάντα βράσειεν, ἐμοῖς νεκύεσσιν ἀρήγων, οἷς ἔπι χεὶρ ὀλοὴ ἦλθε σιδηροφόρος. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2031)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2031)

유의어

  1. bearing arms or tools

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION