헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σφετερίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σφετερίζω

형태분석: σφετερίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sfe/teros

  1. 충당하다, 챙기다, 강탈하다, 약탈하다
  1. to make one's own, appropriate, usurp

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σφετερίζω

(나는) 충당한다

σφετερίζεις

(너는) 충당한다

σφετερίζει

(그는) 충당한다

쌍수 σφετερίζετον

(너희 둘은) 충당한다

σφετερίζετον

(그 둘은) 충당한다

복수 σφετερίζομεν

(우리는) 충당한다

σφετερίζετε

(너희는) 충당한다

σφετερίζουσιν*

(그들은) 충당한다

접속법단수 σφετερίζω

(나는) 충당하자

σφετερίζῃς

(너는) 충당하자

σφετερίζῃ

(그는) 충당하자

쌍수 σφετερίζητον

(너희 둘은) 충당하자

σφετερίζητον

(그 둘은) 충당하자

복수 σφετερίζωμεν

(우리는) 충당하자

σφετερίζητε

(너희는) 충당하자

σφετερίζωσιν*

(그들은) 충당하자

기원법단수 σφετερίζοιμι

(나는) 충당하기를 (바라다)

σφετερίζοις

(너는) 충당하기를 (바라다)

σφετερίζοι

(그는) 충당하기를 (바라다)

쌍수 σφετερίζοιτον

(너희 둘은) 충당하기를 (바라다)

σφετεριζοίτην

(그 둘은) 충당하기를 (바라다)

복수 σφετερίζοιμεν

(우리는) 충당하기를 (바라다)

σφετερίζοιτε

(너희는) 충당하기를 (바라다)

σφετερίζοιεν

(그들은) 충당하기를 (바라다)

명령법단수 σφετέριζε

(너는) 충당해라

σφετεριζέτω

(그는) 충당해라

쌍수 σφετερίζετον

(너희 둘은) 충당해라

σφετεριζέτων

(그 둘은) 충당해라

복수 σφετερίζετε

(너희는) 충당해라

σφετεριζόντων, σφετεριζέτωσαν

(그들은) 충당해라

부정사 σφετερίζειν

충당하는 것

분사 남성여성중성
σφετεριζων

σφετεριζοντος

σφετεριζουσα

σφετεριζουσης

σφετεριζον

σφετεριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σφετερίζομαι

(나는) 충당된다

σφετερίζει, σφετερίζῃ

(너는) 충당된다

σφετερίζεται

(그는) 충당된다

쌍수 σφετερίζεσθον

(너희 둘은) 충당된다

σφετερίζεσθον

(그 둘은) 충당된다

복수 σφετεριζόμεθα

(우리는) 충당된다

σφετερίζεσθε

(너희는) 충당된다

σφετερίζονται

(그들은) 충당된다

접속법단수 σφετερίζωμαι

(나는) 충당되자

σφετερίζῃ

(너는) 충당되자

σφετερίζηται

(그는) 충당되자

쌍수 σφετερίζησθον

(너희 둘은) 충당되자

σφετερίζησθον

(그 둘은) 충당되자

복수 σφετεριζώμεθα

(우리는) 충당되자

σφετερίζησθε

(너희는) 충당되자

σφετερίζωνται

(그들은) 충당되자

기원법단수 σφετεριζοίμην

(나는) 충당되기를 (바라다)

σφετερίζοιο

(너는) 충당되기를 (바라다)

σφετερίζοιτο

(그는) 충당되기를 (바라다)

쌍수 σφετερίζοισθον

(너희 둘은) 충당되기를 (바라다)

σφετεριζοίσθην

(그 둘은) 충당되기를 (바라다)

복수 σφετεριζοίμεθα

(우리는) 충당되기를 (바라다)

σφετερίζοισθε

(너희는) 충당되기를 (바라다)

σφετερίζοιντο

(그들은) 충당되기를 (바라다)

명령법단수 σφετερίζου

(너는) 충당되어라

σφετεριζέσθω

(그는) 충당되어라

쌍수 σφετερίζεσθον

(너희 둘은) 충당되어라

σφετεριζέσθων

(그 둘은) 충당되어라

복수 σφετερίζεσθε

(너희는) 충당되어라

σφετεριζέσθων, σφετεριζέσθωσαν

(그들은) 충당되어라

부정사 σφετερίζεσθαι

충당되는 것

분사 남성여성중성
σφετεριζομενος

σφετεριζομενου

σφετεριζομενη

σφετεριζομενης

σφετεριζομενον

σφετεριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσφετέριζον

(나는) 충당하고 있었다

ἐσφετέριζες

(너는) 충당하고 있었다

ἐσφετέριζεν*

(그는) 충당하고 있었다

쌍수 ἐσφετερίζετον

(너희 둘은) 충당하고 있었다

ἐσφετεριζέτην

(그 둘은) 충당하고 있었다

복수 ἐσφετερίζομεν

(우리는) 충당하고 있었다

ἐσφετερίζετε

(너희는) 충당하고 있었다

ἐσφετέριζον

(그들은) 충당하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσφετεριζόμην

(나는) 충당되고 있었다

ἐσφετερίζου

(너는) 충당되고 있었다

ἐσφετερίζετο

(그는) 충당되고 있었다

쌍수 ἐσφετερίζεσθον

(너희 둘은) 충당되고 있었다

ἐσφετεριζέσθην

(그 둘은) 충당되고 있었다

복수 ἐσφετεριζόμεθα

(우리는) 충당되고 있었다

ἐσφετερίζεσθε

(너희는) 충당되고 있었다

ἐσφετερίζοντο

(그들은) 충당되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ Ἀννίβασ ἔτι μᾶλλον ἀπορούμενόσ τε καὶ τὰ παρὰ Καρχηδονίων ἀπεγνωκώσ, οὐδὲ Μάγωνοσ αὐτῷ τι, τοῦ ξενολογοῦντοσ ἐν Κελτοῖσ καὶ Λίγυσιν, ἐπιπέμποντοσ, ἀλλὰ τὸ μέλλον ἔσεσθαι περιορωμένου, συνιδὼν ὅτι μένειν ἐπὶ πλεῖον οὐ δυνήσεται, αὐτῶν ἤδη Βρεττίων ὡσ ἀλλοτρίων ὅσον οὔπω γενησομένων κατεφρόνει, καὶ ἐσφορὰσ ἐπέβαλλεν αὐτοῖσ πάνυ πολλάσ, τάσ τε ὀχυρὰσ τῶν πόλεων μετῴκιζεν ἐσ τὰ πεδινὰ ὡσ βουλευούσασ ἀπόστασιν, πολλούσ τε τῶν ἀνδρῶν αἰτιώμενοσ διέφθειρεν, ἵνα τὰσ περιουσίασ αὐτῶν σφετερίζοιτο. (Appian, The Foreign Wars, chapter 8 7:4)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 8 7:4)

유의어

  1. 충당하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION