- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σειραῖος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: seiraios 고전 발음: [] 신약 발음: [시래오]

기본형: σειραῖος σειραῖη σειραῖον

형태분석: σειραι (어간) + ος (어미)

어원: σειρά

  1. joined by a cord or band
  2. of cord, twisted

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σειραῖος

(이)가

σειραία

(이)가

σειραῖον

(것)가

속격 σειραίου

(이)의

σειραίας

(이)의

σειραίου

(것)의

여격 σειραίῳ

(이)에게

σειραίᾳ

(이)에게

σειραίῳ

(것)에게

대격 σειραῖον

(이)를

σειραίαν

(이)를

σειραῖον

(것)를

호격 σειραῖε

(이)야

σειραία

(이)야

σειραῖον

(것)야

쌍수주/대/호 σειραίω

(이)들이

σειραία

(이)들이

σειραίω

(것)들이

속/여 σειραίοιν

(이)들의

σειραίαιν

(이)들의

σειραίοιν

(것)들의

복수주격 σειραῖοι

(이)들이

σειραῖαι

(이)들이

σειραῖα

(것)들이

속격 σειραίων

(이)들의

σειραιῶν

(이)들의

σειραίων

(것)들의

여격 σειραίοις

(이)들에게

σειραίαις

(이)들에게

σειραίοις

(것)들에게

대격 σειραίους

(이)들을

σειραίας

(이)들을

σειραῖα

(것)들을

호격 σειραῖοι

(이)들아

σειραῖαι

(이)들아

σειραῖα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἐσορῶ γὰρ τούσδε φθιμένων ἔνδυτ ἔχοντας, τοὺς τοῦ μεγάλου δή ποτε παῖδας τὸ πρὶν Ἡρακλέους, ἄλοχόν τε φίλην ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, καὶ γεραιὸν πατέρ Ἡρακλέους. (Euripides, Heracles, episode, anapests1)

    (에우리피데스, Heracles, episode, anapests1)

  • ἡμεῖς δ ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα σὺν τῷ γέροντι δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίον, ὡς λήξας ὕπνου μηδὲν προσεργάσαιτο τοῖς δεδραμένοις. (Euripides, Heracles, episode, lyric 3:16)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 3:16)

  • κεῖνος δ ὑπ αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ ἀεὶ σύριγγα, δεξιὸν δ ἀνεὶς σειραῖον ἵππον εἶργε τὸν προσκείμενον. (Sophocles, episode 6:23)

    (소포클레스, episode 6:23)

  • δυσὶ γὰρ ἵπποις ἐζευγμένοις, ὃν τρόπον ζεύγνυται συνωρίς, τρίτος παρείπετο σειραῖος ἵππος ῥυτῆρι συνεχόμενος, ὃν ἀπὸ τοῦ παρῃωρῆσθαί τε καὶ μὴ συνεζεῦχθαι παρῄορον ἐκάλουν οἱ παλαιοί: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 73 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 73 3:1)

유의어

  1. of cord

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION