Ancient Greek-English Dictionary Language

θυρεοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: θυρεοφόρος θυρεοφόρον

Structure: θυρεοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from qureo/s

Sense

  1. bearing a shield

Examples

  • υἱοὶ Ἰούδα θυρεοφόροι καὶ δορατοφόροι ἓξ χιλιάδεσ καὶ ὀκτακόσιοι δυνατοὶ παρατάξεωσ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 12:25)
  • ἐπεὶ δὲ καταβαίνουσιν αὐτοῖσ ἀπὸ λόφων τινῶν ἐπικλινῶν ἐπέθεντο καὶ βραδέωσ ὑπεξάγοντασ ἔβαλλον, ἐπιστρέψαντεσ οἱ θυρεοφόροι συνέκλεισαν εἴσω τῶν ὅπλων τοὺσ ψιλούσ, αὐτοὶ δὲ καθέντεσ εἰσ γόνυ προὐβάλοντο τοὺσ θυρεούσ· (Plutarch, Antony, chapter 45 2:1)

Synonyms

  1. bearing a shield

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION