고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: θριαμβευτικός θριαμβευτική θριαμβευτικόν
Structure: θριαμβευτικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | θριαμβευτικός | θριαμβευτική | θριαμβευτικόν |
| Genitive | θριαμβευτικοῦ | θριαμβευτικῆς | θριαμβευτικοῦ | |
| Dative | θριαμβευτικῷ | θριαμβευτικῇ | θριαμβευτικῷ | |
| Accusative | θριαμβευτικόν | θριαμβευτικήν | θριαμβευτικόν | |
| Vocative | θριαμβευτικέ | θριαμβευτική | θριαμβευτικόν | |
| Dual | N/A/V | θριαμβευτικώ | θριαμβευτικᾱ́ | θριαμβευτικώ |
| G/D | θριαμβευτικοῖν | θριαμβευτικαῖν | θριαμβευτικοῖν | |
| Plural | Nominative | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικαί | θριαμβευτικά |
| Genitive | θριαμβευτικῶν | θριαμβευτικῶν | θριαμβευτικῶν | |
| Dative | θριαμβευτικοῖς | θριαμβευτικαῖς | θριαμβευτικοῖς | |
| Accusative | θριαμβευτικούς | θριαμβευτικᾱ́ς | θριαμβευτικά | |
| Vocative | θριαμβευτικοί | θριαμβευτικαί | θριαμβευτικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | θριαμβευτικός θριαμβευτικοῦ | θριαμβευτικότερος θριαμβευτικοτεροῦ | θριαμβευτικότατος θριαμβευτικοτατοῦ |
| Adverb | θριαμβευτικώς | θριαμβευτικότερον | θριαμβευτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기