고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: θρηνητικός θρηνητική θρηνητικόν
Structure: θρηνητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | θρηνητικός | θρηνητική | θρηνητικόν |
Genitive | θρηνητικοῦ | θρηνητικῆς | θρηνητικοῦ | |
Dative | θρηνητικῷ | θρηνητικῇ | θρηνητικῷ | |
Accusative | θρηνητικόν | θρηνητικήν | θρηνητικόν | |
Vocative | θρηνητικέ | θρηνητική | θρηνητικόν | |
Dual | N/A/V | θρηνητικώ | θρηνητικᾱ́ | θρηνητικώ |
G/D | θρηνητικοῖν | θρηνητικαῖν | θρηνητικοῖν | |
Plural | Nominative | θρηνητικοί | θρηνητικαί | θρηνητικά |
Genitive | θρηνητικῶν | θρηνητικῶν | θρηνητικῶν | |
Dative | θρηνητικοῖς | θρηνητικαῖς | θρηνητικοῖς | |
Accusative | θρηνητικούς | θρηνητικᾱ́ς | θρηνητικά | |
Vocative | θρηνητικοί | θρηνητικαί | θρηνητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | θρηνητικός θρηνητικοῦ | θρηνητικότερος θρηνητικοτεροῦ | θρηνητικότατος θρηνητικοτατοῦ |
Adverb | θρηνητικώς | θρηνητικότερον | θρηνητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기