- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θορυβώδης?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: thorybōdēs 고전 발음: [토뤼보:데:] 신약 발음: [토뤼보데]

기본형: θορυβώδης θορυβώδες

형태분석: θορυβωδη (어간) + ς (어미)

어원: εἶδος

  1. 시끄러운, 떠들썩한, 소란한, 불안한
  1. noisy, uproarious, turbulent
  2. causing alarm

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 θορυβώδης

시끄러운 (이)가

θορύβωδες

시끄러운 (것)가

속격 θορυβώδους

시끄러운 (이)의

θορυβώδους

시끄러운 (것)의

여격 θορυβώδει

시끄러운 (이)에게

θορυβώδει

시끄러운 (것)에게

대격 θορυβώδη

시끄러운 (이)를

θορύβωδες

시끄러운 (것)를

호격 θορυβῶδες

시끄러운 (이)야

θορύβωδες

시끄러운 (것)야

쌍수주/대/호 θορυβώδει

시끄러운 (이)들이

θορυβώδει

시끄러운 (것)들이

속/여 θορυβώδοιν

시끄러운 (이)들의

θορυβώδοιν

시끄러운 (것)들의

복수주격 θορυβώδεις

시끄러운 (이)들이

θορυβώδη

시끄러운 (것)들이

속격 θορυβώδων

시끄러운 (이)들의

θορυβώδων

시끄러운 (것)들의

여격 θορυβώδεσι(ν)

시끄러운 (이)들에게

θορυβώδεσι(ν)

시끄러운 (것)들에게

대격 θορυβώδεις

시끄러운 (이)들을

θορυβώδη

시끄러운 (것)들을

호격 θορυβώδεις

시끄러운 (이)들아

θορυβώδη

시끄러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅσαι δὲ ἀνθρώπους δεδίασιν καὶ ὑπὸ ψόφου ἐκπλήσσονται καὶ θορυβώδεις εἰσὶν καὶ ἐπὶ πολλὰ καὶ εἰκῇ κινοῦνται [ - καὶ ταῦτα ἀλογίστων ἐστὶν καὶ οὐκ ἐμφρόνων - ], καθάπερ ἄνθρωποι οἱ δειλοὶ καὶ ἔκφρονες, οὕτω δὲ καὶ αἱ κύνες αἱ τοιαῦται οὔποτε ἂν εἰε῀ν γενναῖαι. (Arrian, Cynegeticus, chapter 7 3:3)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 7 3:3)

  • καὶ οὐκ αἰσχύνῃ κόλαξιν ἀνθρώποις καὶ ἀγοραίοις καὶ βωμολόχοις ἀντεξεταζόμενος καὶ ἐν τοσούτῳ πλήθει Ῥωμαϊκῷ μόνος ξενίζων τῷ τρίβωνι καὶ πονηρῶς τὴν Ῥωμαίων φωνὴν βαρβαρίζων, εἶτα δειπνῶν δεῖπνα θορυβώδη καὶ πολυάνθρωπα συγκλύδων τινῶν καὶ τῶν πλείστων μοχθηρῶν· (Lucian, De mercede, (no name) 24:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 24:3)

  • οἱ πάλαι πολλὰ τοιαῦτα πρὸ ἡμῶν ἀπέρριψαν ἐς τούς σοὶ ὁμοίους ἕκαστοι τοὺς τότε - ἦσαν γὰρ καὶ τότε, ὡς τὸ εἰκός, βδελυροί τινες ἐς τὰ ἤθη καὶ μιαροὶ καὶ κακοήθεις τὸν τρόπον - καὶ ὁ μὲν κόθορνόν τινα εἶπεν, εἰκάσας αὐτοῦ τὸν βίον ἀμφίβολον ὄντα τοῖς τοιούτοις ὑποδήμασιν , ὁ δὲ λύμην,^ ὅτι τὰς ἐκκλησίας θορυβώδης ῥήτωρ ὢν ἐπετάραττεν, ὁ δὲ ἑβδόμην, ὅτι ὥσπερ οἱ παῖδες ἐν ταῖς ἑβδόμαις κἀκεῖνος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἔπαιζεν καὶ διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου. (Lucian, Pseudologista, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 13:3)

  • ἦν δὲ θορυβώδης, καὶ μισούμενος μὲν ὑπὸ τῆς βουλῆς ἄντικρυς, ὕποπτος δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ὡς τὰ συμμαχικὰ διακινῶν καὶ παροξύνων κρύφα τοὺς Ἰταλιώτας πρὸς ἀπόστασιν. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 10 3:2)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 10 3:2)

  • καὶ μὴν καὶ βοὴ σύμμικτος ἠκούετο ἄθρους, οὐ θορυβώδης, ἀλλ οἱά γένοιτ ἂν ἐν συμποσίῳ, τῶν μὲν αὐλούντων, τῶν δὲ ἐπᾳδόντων,^ ἐνίων δὲ κροτούντων πρὸς αὐλὸν ἢ κιθάραν. (Lucian, Verae Historiae, book 2 5:6)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 5:6)

  • θορυβώδης μέν που ὁ σύλλογος ὁ τοιοῦτος ἐξ ἀνάγκης προϊούσης τῆς πόσεως ἐπὶ μᾶλλον ἀεὶ συμβαίνει γιγνόμενος, ὅπερ ὑπεθέμεθα κατ ἀρχὰς ἀναγκαῖον εἶναι γίγνεσθαι περὶ τῶν νῦν λεγομένων. (Plato, Laws, book 2 113:2)

    (플라톤, Laws, book 2 113:2)

  • παντάπασιν θορυβώδης ἦν ἐκκλησία, τῶν μὲν περὶ τὸν Δείνωνα καὶ Πολυάρατον φανερῶς ἤδη τολμώντων λέγειν τὰ τοῦ Περσέως, τῶν δὲ περὶ Θεαίδητον καταπεπληγμένων τὰ συμβαίνοντα: (Polybius, Histories, book 29, chapter 11 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 29, chapter 11 2:1)

유의어

  1. 시끄러운

  2. causing alarm

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION