Ancient Greek-English Dictionary Language

θημολογέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: θημολογέω θημολογήσω

Structure: θημολογέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: qhmw/n, le/gw

Sense

  1. to collect in a heap

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θημολόγω θημολόγεις θημολόγει
Dual θημολόγειτον θημολόγειτον
Plural θημολόγουμεν θημολόγειτε θημολόγουσιν*
SubjunctiveSingular θημολόγω θημολόγῃς θημολόγῃ
Dual θημολόγητον θημολόγητον
Plural θημολόγωμεν θημολόγητε θημολόγωσιν*
OptativeSingular θημολόγοιμι θημολόγοις θημολόγοι
Dual θημολόγοιτον θημολογοίτην
Plural θημολόγοιμεν θημολόγοιτε θημολόγοιεν
ImperativeSingular θημολο͂γει θημολογεῖτω
Dual θημολόγειτον θημολογεῖτων
Plural θημολόγειτε θημολογοῦντων, θημολογεῖτωσαν
Infinitive θημολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θημολογων θημολογουντος θημολογουσα θημολογουσης θημολογουν θημολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θημολόγουμαι θημολόγει, θημολόγῃ θημολόγειται
Dual θημολόγεισθον θημολόγεισθον
Plural θημολογοῦμεθα θημολόγεισθε θημολόγουνται
SubjunctiveSingular θημολόγωμαι θημολόγῃ θημολόγηται
Dual θημολόγησθον θημολόγησθον
Plural θημολογώμεθα θημολόγησθε θημολόγωνται
OptativeSingular θημολογοίμην θημολόγοιο θημολόγοιτο
Dual θημολόγοισθον θημολογοίσθην
Plural θημολογοίμεθα θημολόγοισθε θημολόγοιντο
ImperativeSingular θημολόγου θημολογεῖσθω
Dual θημολόγεισθον θημολογεῖσθων
Plural θημολόγεισθε θημολογεῖσθων, θημολογεῖσθωσαν
Infinitive θημολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θημολογουμενος θημολογουμενου θημολογουμενη θημολογουμενης θημολογουμενον θημολογουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θημολογήσω θημολογήσεις θημολογήσει
Dual θημολογήσετον θημολογήσετον
Plural θημολογήσομεν θημολογήσετε θημολογήσουσιν*
OptativeSingular θημολογήσοιμι θημολογήσοις θημολογήσοι
Dual θημολογήσοιτον θημολογησοίτην
Plural θημολογήσοιμεν θημολογήσοιτε θημολογήσοιεν
Infinitive θημολογήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θημολογησων θημολογησοντος θημολογησουσα θημολογησουσης θημολογησον θημολογησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θημολογήσομαι θημολογήσει, θημολογήσῃ θημολογήσεται
Dual θημολογήσεσθον θημολογήσεσθον
Plural θημολογησόμεθα θημολογήσεσθε θημολογήσονται
OptativeSingular θημολογησοίμην θημολογήσοιο θημολογήσοιτο
Dual θημολογήσοισθον θημολογησοίσθην
Plural θημολογησοίμεθα θημολογήσοισθε θημολογήσοιντο
Infinitive θημολογήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θημολογησομενος θημολογησομενου θημολογησομενη θημολογησομενης θημολογησομενον θημολογησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to collect in a heap

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION