Ancient Greek-English Dictionary Language

θανατικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θανατικός θανατική θανατικόν

Structure: θανατικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. deadly, fatal
  2. capital (punishment by death)

Examples

  • ἐν μέσῳ δὲ ἀπέχων οὐ πολὺ δεύτεροσ, προσβατὸσ βαθμίσιν ὀλίγαισ, ὃν περιεῖχεν ἑρκίον λιθίνου δρυφάκτου γραφῇ κωλῦον εἰσιέναι τὸν ἀλλοεθνῆ θανατικῆσ ἀπειλουμένησ τῆσ ζημίασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 15 493:2)

Synonyms

  1. deadly

  2. capital

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION