Ancient Greek-English Dictionary Language

θανατικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θανατικός θανατική θανατικόν

Structure: θανατικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. deadly, fatal
  2. capital (punishment by death)

Examples

  • εἰσ δὲ τὸ ἑξῆσ ἔτοσ αἱρεθεὶσ ὁ Κάτων στρατηγόσ οὐδὲν ἔδοξε προστιθέναι τῇ ἀρχῇ τοσοῦτον εἰσ σεμνότητα καὶ μέγεθοσ ἄρχων καλῶσ, ὅσον ἀφαιρεῖν καὶ καταισχύνειν ἀνυπόδητοσ καὶ ἀχίτων πολλάκισ ἐπὶ τὸ βῆμα προερχόμενοσ καὶ θανατικὰσ δίκασ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν οὕτω βραβεύων. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 44 1:1)
  • λέγεται δὲ καὶ τὰσ δίκασ διακρίνων ἐν ἀρχῇ τὰσ θανατικὰσ τὴν χεῖρα τῶν ὤτων τῷ ἑτέρῳ προστιθέναι τοῦ κατηγόρου λέγοντοσ, ὅπωσ τῷ κινδυνεύοντι καθαρὸν φυλάττηται καὶ ἀδιάβλητον. (Plutarch, Alexander, chapter 42 2:1)

Synonyms

  1. deadly

  2. capital

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION