Ancient Greek-English Dictionary Language

θαμβαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: θαμβαίνω

Structure: θαμβαίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = qambe/w

Sense

  1. to be astonished at

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θαμβαίνω θαμβαίνεις θαμβαίνει
Dual θαμβαίνετον θαμβαίνετον
Plural θαμβαίνομεν θαμβαίνετε θαμβαίνουσιν*
SubjunctiveSingular θαμβαίνω θαμβαίνῃς θαμβαίνῃ
Dual θαμβαίνητον θαμβαίνητον
Plural θαμβαίνωμεν θαμβαίνητε θαμβαίνωσιν*
OptativeSingular θαμβαίνοιμι θαμβαίνοις θαμβαίνοι
Dual θαμβαίνοιτον θαμβαινοίτην
Plural θαμβαίνοιμεν θαμβαίνοιτε θαμβαίνοιεν
ImperativeSingular θάμβαινε θαμβαινέτω
Dual θαμβαίνετον θαμβαινέτων
Plural θαμβαίνετε θαμβαινόντων, θαμβαινέτωσαν
Infinitive θαμβαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
θαμβαινων θαμβαινοντος θαμβαινουσα θαμβαινουσης θαμβαινον θαμβαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular θαμβαίνομαι θαμβαίνει, θαμβαίνῃ θαμβαίνεται
Dual θαμβαίνεσθον θαμβαίνεσθον
Plural θαμβαινόμεθα θαμβαίνεσθε θαμβαίνονται
SubjunctiveSingular θαμβαίνωμαι θαμβαίνῃ θαμβαίνηται
Dual θαμβαίνησθον θαμβαίνησθον
Plural θαμβαινώμεθα θαμβαίνησθε θαμβαίνωνται
OptativeSingular θαμβαινοίμην θαμβαίνοιο θαμβαίνοιτο
Dual θαμβαίνοισθον θαμβαινοίσθην
Plural θαμβαινοίμεθα θαμβαίνοισθε θαμβαίνοιντο
ImperativeSingular θαμβαίνου θαμβαινέσθω
Dual θαμβαίνεσθον θαμβαινέσθων
Plural θαμβαίνεσθε θαμβαινέσθων, θαμβαινέσθωσαν
Infinitive θαμβαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
θαμβαινομενος θαμβαινομενου θαμβαινομενη θαμβαινομενης θαμβαινομενον θαμβαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be astonished at

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION