Ancient Greek-English Dictionary Language

πυροφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πυροφόρος πυροφόρον

Structure: πυροφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: puro/s, fe/rw

Sense

  1. wheat-bearing

Examples

  • Κάδμοσ ἔμολε τάνδε γᾶν Τύριοσ, ᾧ τετρασκελὴσ μόσχοσ ἀδάματον πέσημα δίκε τελεσφόρον διδοῦσα χρησμόν, οὗ κατοικίσαι πεδία νιν τὸ θέσφατον πυροφόρα δόμων ἔχρη, καλλιπόταμοσ ὕδατοσ ἵνα τε νοτὶσ ἐπέρχεται γύασ, Δίρκασ χλοηφόρουσ καὶ βαθυσπόρουσ γύασ· (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. wheat-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION