헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πτεροφυέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πτεροφυέω πτεροφυήσω

형태분석: πτεροφυέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: fu/w

  1. to grow feathers

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτεροφύω

πτεροφύεις

πτεροφύει

쌍수 πτεροφύειτον

πτεροφύειτον

복수 πτεροφύουμεν

πτεροφύειτε

πτεροφύουσιν*

접속법단수 πτεροφύω

πτεροφύῃς

πτεροφύῃ

쌍수 πτεροφύητον

πτεροφύητον

복수 πτεροφύωμεν

πτεροφύητε

πτεροφύωσιν*

기원법단수 πτεροφύοιμι

πτεροφύοις

πτεροφύοι

쌍수 πτεροφύοιτον

πτεροφυοίτην

복수 πτεροφύοιμεν

πτεροφύοιτε

πτεροφύοιεν

명령법단수 πτεροφῦει

πτεροφυεῖτω

쌍수 πτεροφύειτον

πτεροφυεῖτων

복수 πτεροφύειτε

πτεροφυοῦντων, πτεροφυεῖτωσαν

부정사 πτεροφύειν

분사 남성여성중성
πτεροφυων

πτεροφυουντος

πτεροφυουσα

πτεροφυουσης

πτεροφυουν

πτεροφυουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτεροφύουμαι

πτεροφύει, πτεροφύῃ

πτεροφύειται

쌍수 πτεροφύεισθον

πτεροφύεισθον

복수 πτεροφυοῦμεθα

πτεροφύεισθε

πτεροφύουνται

접속법단수 πτεροφύωμαι

πτεροφύῃ

πτεροφύηται

쌍수 πτεροφύησθον

πτεροφύησθον

복수 πτεροφυώμεθα

πτεροφύησθε

πτεροφύωνται

기원법단수 πτεροφυοίμην

πτεροφύοιο

πτεροφύοιτο

쌍수 πτεροφύοισθον

πτεροφυοίσθην

복수 πτεροφυοίμεθα

πτεροφύοισθε

πτεροφύοιντο

명령법단수 πτεροφύου

πτεροφυεῖσθω

쌍수 πτεροφύεισθον

πτεροφυεῖσθων

복수 πτεροφύεισθε

πτεροφυεῖσθων, πτεροφυεῖσθωσαν

부정사 πτεροφύεισθαι

분사 남성여성중성
πτεροφυουμενος

πτεροφυουμενου

πτεροφυουμενη

πτεροφυουμενης

πτεροφυουμενον

πτεροφυουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτεροφυήσω

πτεροφυήσεις

πτεροφυήσει

쌍수 πτεροφυήσετον

πτεροφυήσετον

복수 πτεροφυήσομεν

πτεροφυήσετε

πτεροφυήσουσιν*

기원법단수 πτεροφυήσοιμι

πτεροφυήσοις

πτεροφυήσοι

쌍수 πτεροφυήσοιτον

πτεροφυησοίτην

복수 πτεροφυήσοιμεν

πτεροφυήσοιτε

πτεροφυήσοιεν

부정사 πτεροφυήσειν

분사 남성여성중성
πτεροφυησων

πτεροφυησοντος

πτεροφυησουσα

πτεροφυησουσης

πτεροφυησον

πτεροφυησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πτεροφυήσομαι

πτεροφυήσει, πτεροφυήσῃ

πτεροφυήσεται

쌍수 πτεροφυήσεσθον

πτεροφυήσεσθον

복수 πτεροφυησόμεθα

πτεροφυήσεσθε

πτεροφυήσονται

기원법단수 πτεροφυησοίμην

πτεροφυήσοιο

πτεροφυήσοιτο

쌍수 πτεροφυήσοισθον

πτεροφυησοίσθην

복수 πτεροφυησοίμεθα

πτεροφυήσοισθε

πτεροφυήσοιντο

부정사 πτεροφυήσεσθαι

분사 남성여성중성
πτεροφυησομενος

πτεροφυησομενου

πτεροφυησομενη

πτεροφυησομενης

πτεροφυησομενον

πτεροφυησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to grow feathers

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION