Ancient Greek-English Dictionary Language

προυπογράφω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προυπογράφω

Structure: προ (Prefix) + ὑπογράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sketch out before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προυπογράφω προυπογράφεις προυπογράφει
Dual προυπογράφετον προυπογράφετον
Plural προυπογράφομεν προυπογράφετε προυπογράφουσιν*
SubjunctiveSingular προυπογράφω προυπογράφῃς προυπογράφῃ
Dual προυπογράφητον προυπογράφητον
Plural προυπογράφωμεν προυπογράφητε προυπογράφωσιν*
OptativeSingular προυπογράφοιμι προυπογράφοις προυπογράφοι
Dual προυπογράφοιτον προυπογραφοίτην
Plural προυπογράφοιμεν προυπογράφοιτε προυπογράφοιεν
ImperativeSingular προυπόγραφε προυπογραφέτω
Dual προυπογράφετον προυπογραφέτων
Plural προυπογράφετε προυπογραφόντων, προυπογραφέτωσαν
Infinitive προυπογράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προυπογραφων προυπογραφοντος προυπογραφουσα προυπογραφουσης προυπογραφον προυπογραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προυπογράφομαι προυπογράφει, προυπογράφῃ προυπογράφεται
Dual προυπογράφεσθον προυπογράφεσθον
Plural προυπογραφόμεθα προυπογράφεσθε προυπογράφονται
SubjunctiveSingular προυπογράφωμαι προυπογράφῃ προυπογράφηται
Dual προυπογράφησθον προυπογράφησθον
Plural προυπογραφώμεθα προυπογράφησθε προυπογράφωνται
OptativeSingular προυπογραφοίμην προυπογράφοιο προυπογράφοιτο
Dual προυπογράφοισθον προυπογραφοίσθην
Plural προυπογραφοίμεθα προυπογράφοισθε προυπογράφοιντο
ImperativeSingular προυπογράφου προυπογραφέσθω
Dual προυπογράφεσθον προυπογραφέσθων
Plural προυπογράφεσθε προυπογραφέσθων, προυπογραφέσθωσαν
Infinitive προυπογράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προυπογραφομενος προυπογραφομενου προυπογραφομενη προυπογραφομενης προυπογραφομενον προυπογραφομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to sketch out before

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION