헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προυπογράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προυπογράφω

형태분석: προ (접두사) + ὑπογράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sketch out before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπογράφω

προυπογράφεις

προυπογράφει

쌍수 προυπογράφετον

προυπογράφετον

복수 προυπογράφομεν

προυπογράφετε

προυπογράφουσιν*

접속법단수 προυπογράφω

προυπογράφῃς

προυπογράφῃ

쌍수 προυπογράφητον

προυπογράφητον

복수 προυπογράφωμεν

προυπογράφητε

προυπογράφωσιν*

기원법단수 προυπογράφοιμι

προυπογράφοις

προυπογράφοι

쌍수 προυπογράφοιτον

προυπογραφοίτην

복수 προυπογράφοιμεν

προυπογράφοιτε

προυπογράφοιεν

명령법단수 προυπόγραφε

προυπογραφέτω

쌍수 προυπογράφετον

προυπογραφέτων

복수 προυπογράφετε

προυπογραφόντων, προυπογραφέτωσαν

부정사 προυπογράφειν

분사 남성여성중성
προυπογραφων

προυπογραφοντος

προυπογραφουσα

προυπογραφουσης

προυπογραφον

προυπογραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυπογράφομαι

προυπογράφει, προυπογράφῃ

προυπογράφεται

쌍수 προυπογράφεσθον

προυπογράφεσθον

복수 προυπογραφόμεθα

προυπογράφεσθε

προυπογράφονται

접속법단수 προυπογράφωμαι

προυπογράφῃ

προυπογράφηται

쌍수 προυπογράφησθον

προυπογράφησθον

복수 προυπογραφώμεθα

προυπογράφησθε

προυπογράφωνται

기원법단수 προυπογραφοίμην

προυπογράφοιο

προυπογράφοιτο

쌍수 προυπογράφοισθον

προυπογραφοίσθην

복수 προυπογραφοίμεθα

προυπογράφοισθε

προυπογράφοιντο

명령법단수 προυπογράφου

προυπογραφέσθω

쌍수 προυπογράφεσθον

προυπογραφέσθων

복수 προυπογράφεσθε

προυπογραφέσθων, προυπογραφέσθωσαν

부정사 προυπογράφεσθαι

분사 남성여성중성
προυπογραφομενος

προυπογραφομενου

προυπογραφομενη

προυπογραφομενης

προυπογραφομενον

προυπογραφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἢ δυοῖν χάριν ταῦτα περιφέρουσιν ἀρχή τε γὰρ ἐντυχίασ καὶ παράδειγμα τῆσ βουλήσεωσ αὐτοῖσ γίνεται διὰ τούτων, αἰτηθεῖσι μὲν τὸ προσαγορευθῆναι, δοῦσι δὲ τὸ προυπογράφειν ὅτι δεῖ καὶ αὐτοὺσ μεταδιδόναι τῆσ ὡρ́ασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 794)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 794)

유의어

  1. to sketch out before

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION