Ancient Greek-English Dictionary Language

προστέρπω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προστέρπω προστέρψω

Structure: προς (Prefix) + τέρπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to delight or please besides

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστέρπω προστέρπεις προστέρπει
Dual προστέρπετον προστέρπετον
Plural προστέρπομεν προστέρπετε προστέρπουσιν*
SubjunctiveSingular προστέρπω προστέρπῃς προστέρπῃ
Dual προστέρπητον προστέρπητον
Plural προστέρπωμεν προστέρπητε προστέρπωσιν*
OptativeSingular προστέρποιμι προστέρποις προστέρποι
Dual προστέρποιτον προστερποίτην
Plural προστέρποιμεν προστέρποιτε προστέρποιεν
ImperativeSingular προστέρπε προστερπέτω
Dual προστέρπετον προστερπέτων
Plural προστέρπετε προστερπόντων, προστερπέτωσαν
Infinitive προστέρπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστερπων προστερποντος προστερπουσα προστερπουσης προστερπον προστερποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστέρπομαι προστέρπει, προστέρπῃ προστέρπεται
Dual προστέρπεσθον προστέρπεσθον
Plural προστερπόμεθα προστέρπεσθε προστέρπονται
SubjunctiveSingular προστέρπωμαι προστέρπῃ προστέρπηται
Dual προστέρπησθον προστέρπησθον
Plural προστερπώμεθα προστέρπησθε προστέρπωνται
OptativeSingular προστερποίμην προστέρποιο προστέρποιτο
Dual προστέρποισθον προστερποίσθην
Plural προστερποίμεθα προστέρποισθε προστέρποιντο
ImperativeSingular προστέρπου προστερπέσθω
Dual προστέρπεσθον προστερπέσθων
Plural προστέρπεσθε προστερπέσθων, προστερπέσθωσαν
Infinitive προστέρπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστερπομενος προστερπομενου προστερπομενη προστερπομενης προστερπομενον προστερπομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστέρψω προστέρψεις προστέρψει
Dual προστέρψετον προστέρψετον
Plural προστέρψομεν προστέρψετε προστέρψουσιν*
OptativeSingular προστέρψοιμι προστέρψοις προστέρψοι
Dual προστέρψοιτον προστερψοίτην
Plural προστέρψοιμεν προστέρψοιτε προστέρψοιεν
Infinitive προστέρψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστερψων προστερψοντος προστερψουσα προστερψουσης προστερψον προστερψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστέρψομαι προστέρψει, προστέρψῃ προστέρψεται
Dual προστέρψεσθον προστέρψεσθον
Plural προστερψόμεθα προστέρψεσθε προστέρψονται
OptativeSingular προστερψοίμην προστέρψοιο προστέρψοιτο
Dual προστέρψοισθον προστερψοίσθην
Plural προστερψοίμεθα προστέρψοισθε προστέρψοιντο
Infinitive προστέρψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστερψομενος προστερψομενου προστερψομενη προστερψομενης προστερψομενον προστερψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to delight or please besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION