헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπταίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπταίω προσπταίσω

형태분석: προς (접두사) + πταί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 멈추다, 넘어지다, 절뚝거리다, 서다, 정지하다, 말을 더듬다, 비틀거리다, 멎다, 그치다, 휴지하다, 왜곡하다
  2. 실패하다, 실수하다, 속수무책으로 만들다, 무찌르다
  3. 긁다, 마음 상하게 하다, 불쾌하게 하다
  1. to strike against, to sprain, to stumble along, halt, limp, to stumble, limp, to stumble upon, strike against, to be wrecked
  2. to fail, in war, to suffer a defeat
  3. to offend, clash with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπταίω

(나는) 멈춘다

προσπταίεις

(너는) 멈춘다

προσπταίει

(그는) 멈춘다

쌍수 προσπταίετον

(너희 둘은) 멈춘다

προσπταίετον

(그 둘은) 멈춘다

복수 προσπταίομεν

(우리는) 멈춘다

προσπταίετε

(너희는) 멈춘다

προσπταίουσιν*

(그들은) 멈춘다

접속법단수 προσπταίω

(나는) 멈추자

προσπταίῃς

(너는) 멈추자

προσπταίῃ

(그는) 멈추자

쌍수 προσπταίητον

(너희 둘은) 멈추자

προσπταίητον

(그 둘은) 멈추자

복수 προσπταίωμεν

(우리는) 멈추자

προσπταίητε

(너희는) 멈추자

προσπταίωσιν*

(그들은) 멈추자

기원법단수 προσπταίοιμι

(나는) 멈추기를 (바라다)

προσπταίοις

(너는) 멈추기를 (바라다)

προσπταίοι

(그는) 멈추기를 (바라다)

쌍수 προσπταίοιτον

(너희 둘은) 멈추기를 (바라다)

προσπταιοίτην

(그 둘은) 멈추기를 (바라다)

복수 προσπταίοιμεν

(우리는) 멈추기를 (바라다)

προσπταίοιτε

(너희는) 멈추기를 (바라다)

προσπταίοιεν

(그들은) 멈추기를 (바라다)

명령법단수 προσπταίε

(너는) 멈추어라

προσπταιέτω

(그는) 멈추어라

쌍수 προσπταίετον

(너희 둘은) 멈추어라

προσπταιέτων

(그 둘은) 멈추어라

복수 προσπταίετε

(너희는) 멈추어라

προσπταιόντων, προσπταιέτωσαν

(그들은) 멈추어라

부정사 προσπταίειν

멈추는 것

분사 남성여성중성
προσπταιων

προσπταιοντος

προσπταιουσα

προσπταιουσης

προσπταιον

προσπταιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπταίομαι

(나는) 멈춰진다

προσπταίει, προσπταίῃ

(너는) 멈춰진다

προσπταίεται

(그는) 멈춰진다

쌍수 προσπταίεσθον

(너희 둘은) 멈춰진다

προσπταίεσθον

(그 둘은) 멈춰진다

복수 προσπταιόμεθα

(우리는) 멈춰진다

προσπταίεσθε

(너희는) 멈춰진다

προσπταίονται

(그들은) 멈춰진다

접속법단수 προσπταίωμαι

(나는) 멈춰지자

προσπταίῃ

(너는) 멈춰지자

προσπταίηται

(그는) 멈춰지자

쌍수 προσπταίησθον

(너희 둘은) 멈춰지자

προσπταίησθον

(그 둘은) 멈춰지자

복수 προσπταιώμεθα

(우리는) 멈춰지자

προσπταίησθε

(너희는) 멈춰지자

προσπταίωνται

(그들은) 멈춰지자

기원법단수 προσπταιοίμην

(나는) 멈춰지기를 (바라다)

προσπταίοιο

(너는) 멈춰지기를 (바라다)

προσπταίοιτο

(그는) 멈춰지기를 (바라다)

쌍수 προσπταίοισθον

(너희 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

προσπταιοίσθην

(그 둘은) 멈춰지기를 (바라다)

복수 προσπταιοίμεθα

(우리는) 멈춰지기를 (바라다)

προσπταίοισθε

(너희는) 멈춰지기를 (바라다)

προσπταίοιντο

(그들은) 멈춰지기를 (바라다)

명령법단수 προσπταίου

(너는) 멈춰져라

προσπταιέσθω

(그는) 멈춰져라

쌍수 προσπταίεσθον

(너희 둘은) 멈춰져라

προσπταιέσθων

(그 둘은) 멈춰져라

복수 προσπταίεσθε

(너희는) 멈춰져라

προσπταιέσθων, προσπταιέσθωσαν

(그들은) 멈춰져라

부정사 προσπταίεσθαι

멈춰지는 것

분사 남성여성중성
προσπταιομενος

προσπταιομενου

προσπταιομενη

προσπταιομενης

προσπταιομενον

προσπταιομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπταίσω

(나는) 멈추겠다

προσπταίσεις

(너는) 멈추겠다

προσπταίσει

(그는) 멈추겠다

쌍수 προσπταίσετον

(너희 둘은) 멈추겠다

προσπταίσετον

(그 둘은) 멈추겠다

복수 προσπταίσομεν

(우리는) 멈추겠다

προσπταίσετε

(너희는) 멈추겠다

προσπταίσουσιν*

(그들은) 멈추겠다

기원법단수 προσπταίσοιμι

(나는) 멈추겠기를 (바라다)

προσπταίσοις

(너는) 멈추겠기를 (바라다)

προσπταίσοι

(그는) 멈추겠기를 (바라다)

쌍수 προσπταίσοιτον

(너희 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

προσπταισοίτην

(그 둘은) 멈추겠기를 (바라다)

복수 προσπταίσοιμεν

(우리는) 멈추겠기를 (바라다)

προσπταίσοιτε

(너희는) 멈추겠기를 (바라다)

προσπταίσοιεν

(그들은) 멈추겠기를 (바라다)

부정사 προσπταίσειν

멈출 것

분사 남성여성중성
προσπταισων

προσπταισοντος

προσπταισουσα

προσπταισουσης

προσπταισον

προσπταισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπταίσομαι

(나는) 멈춰지겠다

προσπταίσει, προσπταίσῃ

(너는) 멈춰지겠다

προσπταίσεται

(그는) 멈춰지겠다

쌍수 προσπταίσεσθον

(너희 둘은) 멈춰지겠다

προσπταίσεσθον

(그 둘은) 멈춰지겠다

복수 προσπταισόμεθα

(우리는) 멈춰지겠다

προσπταίσεσθε

(너희는) 멈춰지겠다

προσπταίσονται

(그들은) 멈춰지겠다

기원법단수 προσπταισοίμην

(나는) 멈춰지겠기를 (바라다)

προσπταίσοιο

(너는) 멈춰지겠기를 (바라다)

προσπταίσοιτο

(그는) 멈춰지겠기를 (바라다)

쌍수 προσπταίσοισθον

(너희 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

προσπταισοίσθην

(그 둘은) 멈춰지겠기를 (바라다)

복수 προσπταισοίμεθα

(우리는) 멈춰지겠기를 (바라다)

προσπταίσοισθε

(너희는) 멈춰지겠기를 (바라다)

προσπταίσοιντο

(그들은) 멈춰지겠기를 (바라다)

부정사 προσπταίσεσθαι

멈춰질 것

분사 남성여성중성
προσπταισομενος

προσπταισομενου

προσπταισομενη

προσπταισομενης

προσπταισομενον

προσπταισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέπταιον

(나는) 멈추고 있었다

προσέπταιες

(너는) 멈추고 있었다

προσέπταιεν*

(그는) 멈추고 있었다

쌍수 προσεπταίετον

(너희 둘은) 멈추고 있었다

προσεπταιέτην

(그 둘은) 멈추고 있었다

복수 προσεπταίομεν

(우리는) 멈추고 있었다

προσεπταίετε

(너희는) 멈추고 있었다

προσέπταιον

(그들은) 멈추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπταιόμην

(나는) 멈춰지고 있었다

προσεπταίου

(너는) 멈춰지고 있었다

προσεπταίετο

(그는) 멈춰지고 있었다

쌍수 προσεπταίεσθον

(너희 둘은) 멈춰지고 있었다

προσεπταιέσθην

(그 둘은) 멈춰지고 있었다

복수 προσεπταιόμεθα

(우리는) 멈춰지고 있었다

προσεπταίεσθε

(너희는) 멈춰지고 있었다

προσεπταίοντο

(그들은) 멈춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 긁다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION