헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπεριλαμβάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπεριλαμβάνω

형태분석: προς (접두사) + περιλαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to embrace besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριλαμβάνω

προσπεριλαμβάνεις

προσπεριλαμβάνει

쌍수 προσπεριλαμβάνετον

προσπεριλαμβάνετον

복수 προσπεριλαμβάνομεν

προσπεριλαμβάνετε

προσπεριλαμβάνουσιν*

접속법단수 προσπεριλαμβάνω

προσπεριλαμβάνῃς

προσπεριλαμβάνῃ

쌍수 προσπεριλαμβάνητον

προσπεριλαμβάνητον

복수 προσπεριλαμβάνωμεν

προσπεριλαμβάνητε

προσπεριλαμβάνωσιν*

기원법단수 προσπεριλαμβάνοιμι

προσπεριλαμβάνοις

προσπεριλαμβάνοι

쌍수 προσπεριλαμβάνοιτον

προσπεριλαμβανοίτην

복수 προσπεριλαμβάνοιμεν

προσπεριλαμβάνοιτε

προσπεριλαμβάνοιεν

명령법단수 προσπεριλάμβανε

προσπεριλαμβανέτω

쌍수 προσπεριλαμβάνετον

προσπεριλαμβανέτων

복수 προσπεριλαμβάνετε

προσπεριλαμβανόντων, προσπεριλαμβανέτωσαν

부정사 προσπεριλαμβάνειν

분사 남성여성중성
προσπεριλαμβανων

προσπεριλαμβανοντος

προσπεριλαμβανουσα

προσπεριλαμβανουσης

προσπεριλαμβανον

προσπεριλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπεριλαμβάνομαι

προσπεριλαμβάνει, προσπεριλαμβάνῃ

προσπεριλαμβάνεται

쌍수 προσπεριλαμβάνεσθον

προσπεριλαμβάνεσθον

복수 προσπεριλαμβανόμεθα

προσπεριλαμβάνεσθε

προσπεριλαμβάνονται

접속법단수 προσπεριλαμβάνωμαι

προσπεριλαμβάνῃ

προσπεριλαμβάνηται

쌍수 προσπεριλαμβάνησθον

προσπεριλαμβάνησθον

복수 προσπεριλαμβανώμεθα

προσπεριλαμβάνησθε

προσπεριλαμβάνωνται

기원법단수 προσπεριλαμβανοίμην

προσπεριλαμβάνοιο

προσπεριλαμβάνοιτο

쌍수 προσπεριλαμβάνοισθον

προσπεριλαμβανοίσθην

복수 προσπεριλαμβανοίμεθα

προσπεριλαμβάνοισθε

προσπεριλαμβάνοιντο

명령법단수 προσπεριλαμβάνου

προσπεριλαμβανέσθω

쌍수 προσπεριλαμβάνεσθον

προσπεριλαμβανέσθων

복수 προσπεριλαμβάνεσθε

προσπεριλαμβανέσθων, προσπεριλαμβανέσθωσαν

부정사 προσπεριλαμβάνεσθαι

분사 남성여성중성
προσπεριλαμβανομενος

προσπεριλαμβανομενου

προσπεριλαμβανομενη

προσπεριλαμβανομενης

προσπεριλαμβανομενον

προσπεριλαμβανομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to embrace besides

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION