Ancient Greek-English Dictionary Language

προσουδίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσουδίζω προσουδίσω

Structure: προσουδίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ou)=das

Sense

  1. to dash to earth

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσουδίζω προσουδίζεις προσουδίζει
Dual προσουδίζετον προσουδίζετον
Plural προσουδίζομεν προσουδίζετε προσουδίζουσιν*
SubjunctiveSingular προσουδίζω προσουδίζῃς προσουδίζῃ
Dual προσουδίζητον προσουδίζητον
Plural προσουδίζωμεν προσουδίζητε προσουδίζωσιν*
OptativeSingular προσουδίζοιμι προσουδίζοις προσουδίζοι
Dual προσουδίζοιτον προσουδιζοίτην
Plural προσουδίζοιμεν προσουδίζοιτε προσουδίζοιεν
ImperativeSingular προσούδιζε προσουδιζέτω
Dual προσουδίζετον προσουδιζέτων
Plural προσουδίζετε προσουδιζόντων, προσουδιζέτωσαν
Infinitive προσουδίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσουδιζων προσουδιζοντος προσουδιζουσα προσουδιζουσης προσουδιζον προσουδιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσουδίζομαι προσουδίζει, προσουδίζῃ προσουδίζεται
Dual προσουδίζεσθον προσουδίζεσθον
Plural προσουδιζόμεθα προσουδίζεσθε προσουδίζονται
SubjunctiveSingular προσουδίζωμαι προσουδίζῃ προσουδίζηται
Dual προσουδίζησθον προσουδίζησθον
Plural προσουδιζώμεθα προσουδίζησθε προσουδίζωνται
OptativeSingular προσουδιζοίμην προσουδίζοιο προσουδίζοιτο
Dual προσουδίζοισθον προσουδιζοίσθην
Plural προσουδιζοίμεθα προσουδίζοισθε προσουδίζοιντο
ImperativeSingular προσουδίζου προσουδιζέσθω
Dual προσουδίζεσθον προσουδιζέσθων
Plural προσουδίζεσθε προσουδιζέσθων, προσουδιζέσθωσαν
Infinitive προσουδίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσουδιζομενος προσουδιζομενου προσουδιζομενη προσουδιζομενης προσουδιζομενον προσουδιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσουδίσω προσουδίσεις προσουδίσει
Dual προσουδίσετον προσουδίσετον
Plural προσουδίσομεν προσουδίσετε προσουδίσουσιν*
OptativeSingular προσουδίσοιμι προσουδίσοις προσουδίσοι
Dual προσουδίσοιτον προσουδισοίτην
Plural προσουδίσοιμεν προσουδίσοιτε προσουδίσοιεν
Infinitive προσουδίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσουδισων προσουδισοντος προσουδισουσα προσουδισουσης προσουδισον προσουδισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσουδίσομαι προσουδίσει, προσουδίσῃ προσουδίσεται
Dual προσουδίσεσθον προσουδίσεσθον
Plural προσουδισόμεθα προσουδίσεσθε προσουδίσονται
OptativeSingular προσουδισοίμην προσουδίσοιο προσουδίσοιτο
Dual προσουδίσοισθον προσουδισοίσθην
Plural προσουδισοίμεθα προσουδίσοισθε προσουδίσοιντο
Infinitive προσουδίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσουδισομενος προσουδισομενου προσουδισομενη προσουδισομενης προσουδισομενον προσουδισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dash to earth

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION