헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσιστορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσιστορέω

형태분석: προς (접두사) + ἱστορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to narrate besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιστόρω

προσιστόρεις

προσιστόρει

쌍수 προσιστόρειτον

προσιστόρειτον

복수 προσιστόρουμεν

προσιστόρειτε

προσιστόρουσιν*

접속법단수 προσιστόρω

προσιστόρῃς

προσιστόρῃ

쌍수 προσιστόρητον

προσιστόρητον

복수 προσιστόρωμεν

προσιστόρητε

προσιστόρωσιν*

기원법단수 προσιστόροιμι

προσιστόροις

προσιστόροι

쌍수 προσιστόροιτον

προσιστοροίτην

복수 προσιστόροιμεν

προσιστόροιτε

προσιστόροιεν

명령법단수 προσιστο͂ρει

προσιστορεῖτω

쌍수 προσιστόρειτον

προσιστορεῖτων

복수 προσιστόρειτε

προσιστοροῦντων, προσιστορεῖτωσαν

부정사 προσιστόρειν

분사 남성여성중성
προσιστορων

προσιστορουντος

προσιστορουσα

προσιστορουσης

προσιστορουν

προσιστορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσιστόρουμαι

προσιστόρει, προσιστόρῃ

προσιστόρειται

쌍수 προσιστόρεισθον

προσιστόρεισθον

복수 προσιστοροῦμεθα

προσιστόρεισθε

προσιστόρουνται

접속법단수 προσιστόρωμαι

προσιστόρῃ

προσιστόρηται

쌍수 προσιστόρησθον

προσιστόρησθον

복수 προσιστορώμεθα

προσιστόρησθε

προσιστόρωνται

기원법단수 προσιστοροίμην

προσιστόροιο

προσιστόροιτο

쌍수 προσιστόροισθον

προσιστοροίσθην

복수 προσιστοροίμεθα

προσιστόροισθε

προσιστόροιντο

명령법단수 προσιστόρου

προσιστορεῖσθω

쌍수 προσιστόρεισθον

προσιστορεῖσθων

복수 προσιστόρεισθε

προσιστορεῖσθων, προσιστορεῖσθωσαν

부정사 προσιστόρεισθαι

분사 남성여성중성
προσιστορουμενος

προσιστορουμενου

προσιστορουμενη

προσιστορουμενης

προσιστορουμενον

προσιστορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to narrate besides

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION