헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσφιλονεικέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσφιλονεικέω προσφιλονεικήσω

형태분석: προς (접두사) + φιλονεικέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~에 접촉해 있다, 뛰어오르다, 뿌리다
  1. to vie with, in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλονείκω

(나는) ~에 접촉해 있는다

προσφιλονείκεις

(너는) ~에 접촉해 있는다

προσφιλονείκει

(그는) ~에 접촉해 있는다

쌍수 προσφιλονείκειτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있는다

προσφιλονείκειτον

(그 둘은) ~에 접촉해 있는다

복수 προσφιλονείκουμεν

(우리는) ~에 접촉해 있는다

προσφιλονείκειτε

(너희는) ~에 접촉해 있는다

προσφιλονείκουσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있는다

접속법단수 προσφιλονείκω

(나는) ~에 접촉해 있자

προσφιλονείκῃς

(너는) ~에 접촉해 있자

προσφιλονείκῃ

(그는) ~에 접촉해 있자

쌍수 προσφιλονείκητον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있자

προσφιλονείκητον

(그 둘은) ~에 접촉해 있자

복수 προσφιλονείκωμεν

(우리는) ~에 접촉해 있자

προσφιλονείκητε

(너희는) ~에 접촉해 있자

προσφιλονείκωσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있자

기원법단수 προσφιλονείκοιμι

(나는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσφιλονείκοις

(너는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσφιλονείκοι

(그는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

쌍수 προσφιλονείκοιτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσφιλονεικοίτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

복수 προσφιλονείκοιμεν

(우리는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσφιλονείκοιτε

(너희는) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

προσφιλονείκοιεν

(그들은) ~에 접촉해 있기를 (바라다)

명령법단수 προσφιλονεῖκει

(너는) ~에 접촉해 있어라

προσφιλονεικεῖτω

(그는) ~에 접촉해 있어라

쌍수 προσφιλονείκειτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있어라

προσφιλονεικεῖτων

(그 둘은) ~에 접촉해 있어라

복수 προσφιλονείκειτε

(너희는) ~에 접촉해 있어라

προσφιλονεικοῦντων, προσφιλονεικεῖτωσαν

(그들은) ~에 접촉해 있어라

부정사 προσφιλονείκειν

~에 접촉해 있는 것

분사 남성여성중성
προσφιλονεικων

προσφιλονεικουντος

προσφιλονεικουσα

προσφιλονεικουσης

προσφιλονεικουν

προσφιλονεικουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλονείκουμαι

προσφιλονείκει, προσφιλονείκῃ

προσφιλονείκειται

쌍수 προσφιλονείκεισθον

προσφιλονείκεισθον

복수 προσφιλονεικοῦμεθα

προσφιλονείκεισθε

προσφιλονείκουνται

접속법단수 προσφιλονείκωμαι

προσφιλονείκῃ

προσφιλονείκηται

쌍수 προσφιλονείκησθον

προσφιλονείκησθον

복수 προσφιλονεικώμεθα

προσφιλονείκησθε

προσφιλονείκωνται

기원법단수 προσφιλονεικοίμην

προσφιλονείκοιο

προσφιλονείκοιτο

쌍수 προσφιλονείκοισθον

προσφιλονεικοίσθην

복수 προσφιλονεικοίμεθα

προσφιλονείκοισθε

προσφιλονείκοιντο

명령법단수 προσφιλονείκου

προσφιλονεικεῖσθω

쌍수 προσφιλονείκεισθον

προσφιλονεικεῖσθων

복수 προσφιλονείκεισθε

προσφιλονεικεῖσθων, προσφιλονεικεῖσθωσαν

부정사 προσφιλονείκεισθαι

분사 남성여성중성
προσφιλονεικουμενος

προσφιλονεικουμενου

προσφιλονεικουμενη

προσφιλονεικουμενης

προσφιλονεικουμενον

προσφιλονεικουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλονεικήσω

(나는) ~에 접촉해 있겠다

προσφιλονεικήσεις

(너는) ~에 접촉해 있겠다

προσφιλονεικήσει

(그는) ~에 접촉해 있겠다

쌍수 προσφιλονεικήσετον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있겠다

προσφιλονεικήσετον

(그 둘은) ~에 접촉해 있겠다

복수 προσφιλονεικήσομεν

(우리는) ~에 접촉해 있겠다

προσφιλονεικήσετε

(너희는) ~에 접촉해 있겠다

προσφιλονεικήσουσιν*

(그들은) ~에 접촉해 있겠다

기원법단수 προσφιλονεικήσοιμι

(나는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσφιλονεικήσοις

(너는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσφιλονεικήσοι

(그는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

쌍수 προσφιλονεικήσοιτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσφιλονεικησοίτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

복수 προσφιλονεικήσοιμεν

(우리는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσφιλονεικήσοιτε

(너희는) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

προσφιλονεικήσοιεν

(그들은) ~에 접촉해 있겠기를 (바라다)

부정사 προσφιλονεικήσειν

~에 접촉해 있을 것

분사 남성여성중성
προσφιλονεικησων

προσφιλονεικησοντος

προσφιλονεικησουσα

προσφιλονεικησουσης

προσφιλονεικησον

προσφιλονεικησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφιλονεικήσομαι

προσφιλονεικήσει, προσφιλονεικήσῃ

προσφιλονεικήσεται

쌍수 προσφιλονεικήσεσθον

προσφιλονεικήσεσθον

복수 προσφιλονεικησόμεθα

προσφιλονεικήσεσθε

προσφιλονεικήσονται

기원법단수 προσφιλονεικησοίμην

προσφιλονεικήσοιο

προσφιλονεικήσοιτο

쌍수 προσφιλονεικήσοισθον

προσφιλονεικησοίσθην

복수 προσφιλονεικησοίμεθα

προσφιλονεικήσοισθε

προσφιλονεικήσοιντο

부정사 προσφιλονεικήσεσθαι

분사 남성여성중성
προσφιλονεικησομενος

προσφιλονεικησομενου

προσφιλονεικησομενη

προσφιλονεικησομενης

προσφιλονεικησομενον

προσφιλονεικησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεφιλονεῖκουν

(나는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσεφιλονεῖκεις

(너는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσεφιλονεῖκειν*

(그는) ~에 접촉해 있고 있었다

쌍수 προσεφιλονείκειτον

(너희 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

προσεφιλονεικεῖτην

(그 둘은) ~에 접촉해 있고 있었다

복수 προσεφιλονείκουμεν

(우리는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσεφιλονείκειτε

(너희는) ~에 접촉해 있고 있었다

προσεφιλονεῖκουν

(그들은) ~에 접촉해 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεφιλονεικοῦμην

προσεφιλονείκου

προσεφιλονείκειτο

쌍수 προσεφιλονείκεισθον

προσεφιλονεικεῖσθην

복수 προσεφιλονεικοῦμεθα

προσεφιλονείκεισθε

προσεφιλονείκουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. ~에 접촉해 있다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION