헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεταιρίζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεταιρίζομαι

형태분석: προς (접두사) + ἑταιρίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to take to oneself as a friend, associate with oneself

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεταιρίζομαι

προσεταιρίζει, προσεταιρίζῃ

προσεταιρίζεται

쌍수 προσεταιρίζεσθον

προσεταιρίζεσθον

복수 προσεταιριζόμεθα

προσεταιρίζεσθε

προσεταιρίζονται

접속법단수 προσεταιρίζωμαι

προσεταιρίζῃ

προσεταιρίζηται

쌍수 προσεταιρίζησθον

προσεταιρίζησθον

복수 προσεταιριζώμεθα

προσεταιρίζησθε

προσεταιρίζωνται

기원법단수 προσεταιριζοίμην

προσεταιρίζοιο

προσεταιρίζοιτο

쌍수 προσεταιρίζοισθον

προσεταιριζοίσθην

복수 προσεταιριζοίμεθα

προσεταιρίζοισθε

προσεταιρίζοιντο

명령법단수 προσεταιρίζου

προσεταιριζέσθω

쌍수 προσεταιρίζεσθον

προσεταιριζέσθων

복수 προσεταιρίζεσθε

προσεταιριζέσθων, προσεταιριζέσθωσαν

부정사 προσεταιρίζεσθαι

분사 남성여성중성
προσεταιριζομενος

προσεταιριζομενου

προσεταιριζομενη

προσεταιριζομενης

προσεταιριζομενον

προσεταιριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to take to oneself as a friend

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION