Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεπισφραγίζομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: προσεπισφραγίζομαι

Structure: προσεπισφραγίζ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to set one's seal to, besides, to testify besides

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπισφραγίζομαι προσεπισφραγίζει, προσεπισφραγίζῃ προσεπισφραγίζεται
Dual προσεπισφραγίζεσθον προσεπισφραγίζεσθον
Plural προσεπισφραγιζόμεθα προσεπισφραγίζεσθε προσεπισφραγίζονται
SubjunctiveSingular προσεπισφραγίζωμαι προσεπισφραγίζῃ προσεπισφραγίζηται
Dual προσεπισφραγίζησθον προσεπισφραγίζησθον
Plural προσεπισφραγιζώμεθα προσεπισφραγίζησθε προσεπισφραγίζωνται
OptativeSingular προσεπισφραγιζοίμην προσεπισφραγίζοιο προσεπισφραγίζοιτο
Dual προσεπισφραγίζοισθον προσεπισφραγιζοίσθην
Plural προσεπισφραγιζοίμεθα προσεπισφραγίζοισθε προσεπισφραγίζοιντο
ImperativeSingular προσεπισφραγίζου προσεπισφραγιζέσθω
Dual προσεπισφραγίζεσθον προσεπισφραγιζέσθων
Plural προσεπισφραγίζεσθε προσεπισφραγιζέσθων, προσεπισφραγιζέσθωσαν
Infinitive προσεπισφραγίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπισφραγιζομενος προσεπισφραγιζομενου προσεπισφραγιζομενη προσεπισφραγιζομενης προσεπισφραγιζομενον προσεπισφραγιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to set one's seal to

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION