Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεπιβάλλω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσεπιβάλλω

Structure: προς (Prefix) + ἐπιβάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to add over and above

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπιβάλλω προσεπιβάλλεις προσεπιβάλλει
Dual προσεπιβάλλετον προσεπιβάλλετον
Plural προσεπιβάλλομεν προσεπιβάλλετε προσεπιβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular προσεπιβάλλω προσεπιβάλλῃς προσεπιβάλλῃ
Dual προσεπιβάλλητον προσεπιβάλλητον
Plural προσεπιβάλλωμεν προσεπιβάλλητε προσεπιβάλλωσιν*
OptativeSingular προσεπιβάλλοιμι προσεπιβάλλοις προσεπιβάλλοι
Dual προσεπιβάλλοιτον προσεπιβαλλοίτην
Plural προσεπιβάλλοιμεν προσεπιβάλλοιτε προσεπιβάλλοιεν
ImperativeSingular προσεπίβαλλε προσεπιβαλλέτω
Dual προσεπιβάλλετον προσεπιβαλλέτων
Plural προσεπιβάλλετε προσεπιβαλλόντων, προσεπιβαλλέτωσαν
Infinitive προσεπιβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπιβαλλων προσεπιβαλλοντος προσεπιβαλλουσα προσεπιβαλλουσης προσεπιβαλλον προσεπιβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεπιβάλλομαι προσεπιβάλλει, προσεπιβάλλῃ προσεπιβάλλεται
Dual προσεπιβάλλεσθον προσεπιβάλλεσθον
Plural προσεπιβαλλόμεθα προσεπιβάλλεσθε προσεπιβάλλονται
SubjunctiveSingular προσεπιβάλλωμαι προσεπιβάλλῃ προσεπιβάλληται
Dual προσεπιβάλλησθον προσεπιβάλλησθον
Plural προσεπιβαλλώμεθα προσεπιβάλλησθε προσεπιβάλλωνται
OptativeSingular προσεπιβαλλοίμην προσεπιβάλλοιο προσεπιβάλλοιτο
Dual προσεπιβάλλοισθον προσεπιβαλλοίσθην
Plural προσεπιβαλλοίμεθα προσεπιβάλλοισθε προσεπιβάλλοιντο
ImperativeSingular προσεπιβάλλου προσεπιβαλλέσθω
Dual προσεπιβάλλεσθον προσεπιβαλλέσθων
Plural προσεπιβάλλεσθε προσεπιβαλλέσθων, προσεπιβαλλέσθωσαν
Infinitive προσεπιβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεπιβαλλομενος προσεπιβαλλομενου προσεπιβαλλομενη προσεπιβαλλομενης προσεπιβαλλομενον προσεπιβαλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to add over and above

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION