헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεξετάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεξετάζω προσεξετάσω

형태분석: προς (접두사) + ἐξετάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to search into besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξετάζω

προσεξετάζεις

προσεξετάζει

쌍수 προσεξετάζετον

προσεξετάζετον

복수 προσεξετάζομεν

προσεξετάζετε

προσεξετάζουσιν*

접속법단수 προσεξετάζω

προσεξετάζῃς

προσεξετάζῃ

쌍수 προσεξετάζητον

προσεξετάζητον

복수 προσεξετάζωμεν

προσεξετάζητε

προσεξετάζωσιν*

기원법단수 προσεξετάζοιμι

προσεξετάζοις

προσεξετάζοι

쌍수 προσεξετάζοιτον

προσεξεταζοίτην

복수 προσεξετάζοιμεν

προσεξετάζοιτε

προσεξετάζοιεν

명령법단수 προσεξέταζε

προσεξεταζέτω

쌍수 προσεξετάζετον

προσεξεταζέτων

복수 προσεξετάζετε

προσεξεταζόντων, προσεξεταζέτωσαν

부정사 προσεξετάζειν

분사 남성여성중성
προσεξεταζων

προσεξεταζοντος

προσεξεταζουσα

προσεξεταζουσης

προσεξεταζον

προσεξεταζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξετάζομαι

προσεξετάζει, προσεξετάζῃ

προσεξετάζεται

쌍수 προσεξετάζεσθον

προσεξετάζεσθον

복수 προσεξεταζόμεθα

προσεξετάζεσθε

προσεξετάζονται

접속법단수 προσεξετάζωμαι

προσεξετάζῃ

προσεξετάζηται

쌍수 προσεξετάζησθον

προσεξετάζησθον

복수 προσεξεταζώμεθα

προσεξετάζησθε

προσεξετάζωνται

기원법단수 προσεξεταζοίμην

προσεξετάζοιο

προσεξετάζοιτο

쌍수 προσεξετάζοισθον

προσεξεταζοίσθην

복수 προσεξεταζοίμεθα

προσεξετάζοισθε

προσεξετάζοιντο

명령법단수 προσεξετάζου

προσεξεταζέσθω

쌍수 προσεξετάζεσθον

προσεξεταζέσθων

복수 προσεξετάζεσθε

προσεξεταζέσθων, προσεξεταζέσθωσαν

부정사 προσεξετάζεσθαι

분사 남성여성중성
προσεξεταζομενος

προσεξεταζομενου

προσεξεταζομενη

προσεξεταζομενης

προσεξεταζομενον

προσεξεταζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξετάσω

προσεξετάσεις

προσεξετάσει

쌍수 προσεξετάσετον

προσεξετάσετον

복수 προσεξετάσομεν

προσεξετάσετε

προσεξετάσουσιν*

기원법단수 προσεξετάσοιμι

προσεξετάσοις

προσεξετάσοι

쌍수 προσεξετάσοιτον

προσεξετασοίτην

복수 προσεξετάσοιμεν

προσεξετάσοιτε

προσεξετάσοιεν

부정사 προσεξετάσειν

분사 남성여성중성
προσεξετασων

προσεξετασοντος

προσεξετασουσα

προσεξετασουσης

προσεξετασον

προσεξετασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξετάσομαι

προσεξετάσει, προσεξετάσῃ

προσεξετάσεται

쌍수 προσεξετάσεσθον

προσεξετάσεσθον

복수 προσεξετασόμεθα

προσεξετάσεσθε

προσεξετάσονται

기원법단수 προσεξετασοίμην

προσεξετάσοιο

προσεξετάσοιτο

쌍수 προσεξετάσοισθον

προσεξετασοίσθην

복수 προσεξετασοίμεθα

προσεξετάσοισθε

προσεξετάσοιντο

부정사 προσεξετάσεσθαι

분사 남성여성중성
προσεξετασομενος

προσεξετασομενου

προσεξετασομενη

προσεξετασομενης

προσεξετασομενον

προσεξετασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to search into besides

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION