헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεξεργάζομαι

비축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεξεργάζομαι προσεξεργάσομαι

형태분석: προσεξεργάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to accomplish besides

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεξεργάζομαι

προσεξεργάζει, προσεξεργάζῃ

προσεξεργάζεται

쌍수 προσεξεργάζεσθον

προσεξεργάζεσθον

복수 προσεξεργαζόμεθα

προσεξεργάζεσθε

προσεξεργάζονται

접속법단수 προσεξεργάζωμαι

προσεξεργάζῃ

προσεξεργάζηται

쌍수 προσεξεργάζησθον

προσεξεργάζησθον

복수 προσεξεργαζώμεθα

προσεξεργάζησθε

προσεξεργάζωνται

기원법단수 προσεξεργαζοίμην

προσεξεργάζοιο

προσεξεργάζοιτο

쌍수 προσεξεργάζοισθον

προσεξεργαζοίσθην

복수 προσεξεργαζοίμεθα

προσεξεργάζοισθε

προσεξεργάζοιντο

명령법단수 προσεξεργάζου

προσεξεργαζέσθω

쌍수 προσεξεργάζεσθον

προσεξεργαζέσθων

복수 προσεξεργάζεσθε

προσεξεργαζέσθων, προσεξεργαζέσθωσαν

부정사 προσεξεργάζεσθαι

분사 남성여성중성
προσεξεργαζομενος

προσεξεργαζομενου

προσεξεργαζομενη

προσεξεργαζομενης

προσεξεργαζομενον

προσεξεργαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ προσεξεργάζεταί γε, πυνθανόμενοσ τί συμβάλλεται πρὸσ ἀρετὴν ποιητοῦ πολλῶν ὑπάρξαι τόπων ἔμπειρον ἢ στρατηγίασ ἢ γεωργίασ ἢ ῥητορικῆσ ἢ οἱᾶ δὴ περιποιεῖν αὐτῷ τινεσ ἐβουλήθησαν; (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 6:17)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 6:17)

유의어

  1. to accomplish besides

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION