헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσδανείζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσδανείζω προσδανείσω

형태분석: προς (접두사) + δανείζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빌리다, 얻다, 기인하다, 차용하다, 채용하다
  1. to lend besides, to have lent one, to borrow, besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδανείζω

(나는) 빌린다

προσδανείζεις

(너는) 빌린다

προσδανείζει

(그는) 빌린다

쌍수 προσδανείζετον

(너희 둘은) 빌린다

προσδανείζετον

(그 둘은) 빌린다

복수 προσδανείζομεν

(우리는) 빌린다

προσδανείζετε

(너희는) 빌린다

προσδανείζουσιν*

(그들은) 빌린다

접속법단수 προσδανείζω

(나는) 빌리자

προσδανείζῃς

(너는) 빌리자

προσδανείζῃ

(그는) 빌리자

쌍수 προσδανείζητον

(너희 둘은) 빌리자

προσδανείζητον

(그 둘은) 빌리자

복수 προσδανείζωμεν

(우리는) 빌리자

προσδανείζητε

(너희는) 빌리자

προσδανείζωσιν*

(그들은) 빌리자

기원법단수 προσδανείζοιμι

(나는) 빌리기를 (바라다)

προσδανείζοις

(너는) 빌리기를 (바라다)

προσδανείζοι

(그는) 빌리기를 (바라다)

쌍수 προσδανείζοιτον

(너희 둘은) 빌리기를 (바라다)

προσδανειζοίτην

(그 둘은) 빌리기를 (바라다)

복수 προσδανείζοιμεν

(우리는) 빌리기를 (바라다)

προσδανείζοιτε

(너희는) 빌리기를 (바라다)

προσδανείζοιεν

(그들은) 빌리기를 (바라다)

명령법단수 προσδάνειζε

(너는) 빌려라

προσδανειζέτω

(그는) 빌려라

쌍수 προσδανείζετον

(너희 둘은) 빌려라

προσδανειζέτων

(그 둘은) 빌려라

복수 προσδανείζετε

(너희는) 빌려라

προσδανειζόντων, προσδανειζέτωσαν

(그들은) 빌려라

부정사 προσδανείζειν

빌리는 것

분사 남성여성중성
προσδανειζων

προσδανειζοντος

προσδανειζουσα

προσδανειζουσης

προσδανειζον

προσδανειζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδανείζομαι

(나는) 빌려진다

προσδανείζει, προσδανείζῃ

(너는) 빌려진다

προσδανείζεται

(그는) 빌려진다

쌍수 προσδανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려진다

προσδανείζεσθον

(그 둘은) 빌려진다

복수 προσδανειζόμεθα

(우리는) 빌려진다

προσδανείζεσθε

(너희는) 빌려진다

προσδανείζονται

(그들은) 빌려진다

접속법단수 προσδανείζωμαι

(나는) 빌려지자

προσδανείζῃ

(너는) 빌려지자

προσδανείζηται

(그는) 빌려지자

쌍수 προσδανείζησθον

(너희 둘은) 빌려지자

προσδανείζησθον

(그 둘은) 빌려지자

복수 προσδανειζώμεθα

(우리는) 빌려지자

προσδανείζησθε

(너희는) 빌려지자

προσδανείζωνται

(그들은) 빌려지자

기원법단수 προσδανειζοίμην

(나는) 빌려지기를 (바라다)

προσδανείζοιο

(너는) 빌려지기를 (바라다)

προσδανείζοιτο

(그는) 빌려지기를 (바라다)

쌍수 προσδανείζοισθον

(너희 둘은) 빌려지기를 (바라다)

προσδανειζοίσθην

(그 둘은) 빌려지기를 (바라다)

복수 προσδανειζοίμεθα

(우리는) 빌려지기를 (바라다)

προσδανείζοισθε

(너희는) 빌려지기를 (바라다)

προσδανείζοιντο

(그들은) 빌려지기를 (바라다)

명령법단수 προσδανείζου

(너는) 빌려져라

προσδανειζέσθω

(그는) 빌려져라

쌍수 προσδανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려져라

προσδανειζέσθων

(그 둘은) 빌려져라

복수 προσδανείζεσθε

(너희는) 빌려져라

προσδανειζέσθων, προσδανειζέσθωσαν

(그들은) 빌려져라

부정사 προσδανείζεσθαι

빌려지는 것

분사 남성여성중성
προσδανειζομενος

προσδανειζομενου

προσδανειζομενη

προσδανειζομενης

προσδανειζομενον

προσδανειζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδανείσω

(나는) 빌리겠다

προσδανείσεις

(너는) 빌리겠다

προσδανείσει

(그는) 빌리겠다

쌍수 προσδανείσετον

(너희 둘은) 빌리겠다

προσδανείσετον

(그 둘은) 빌리겠다

복수 προσδανείσομεν

(우리는) 빌리겠다

προσδανείσετε

(너희는) 빌리겠다

προσδανείσουσιν*

(그들은) 빌리겠다

기원법단수 προσδανείσοιμι

(나는) 빌리겠기를 (바라다)

προσδανείσοις

(너는) 빌리겠기를 (바라다)

προσδανείσοι

(그는) 빌리겠기를 (바라다)

쌍수 προσδανείσοιτον

(너희 둘은) 빌리겠기를 (바라다)

προσδανεισοίτην

(그 둘은) 빌리겠기를 (바라다)

복수 προσδανείσοιμεν

(우리는) 빌리겠기를 (바라다)

προσδανείσοιτε

(너희는) 빌리겠기를 (바라다)

προσδανείσοιεν

(그들은) 빌리겠기를 (바라다)

부정사 προσδανείσειν

빌릴 것

분사 남성여성중성
προσδανεισων

προσδανεισοντος

προσδανεισουσα

προσδανεισουσης

προσδανεισον

προσδανεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδανείσομαι

(나는) 빌려지겠다

προσδανείσει, προσδανείσῃ

(너는) 빌려지겠다

προσδανείσεται

(그는) 빌려지겠다

쌍수 προσδανείσεσθον

(너희 둘은) 빌려지겠다

προσδανείσεσθον

(그 둘은) 빌려지겠다

복수 προσδανεισόμεθα

(우리는) 빌려지겠다

προσδανείσεσθε

(너희는) 빌려지겠다

προσδανείσονται

(그들은) 빌려지겠다

기원법단수 προσδανεισοίμην

(나는) 빌려지겠기를 (바라다)

προσδανείσοιο

(너는) 빌려지겠기를 (바라다)

προσδανείσοιτο

(그는) 빌려지겠기를 (바라다)

쌍수 προσδανείσοισθον

(너희 둘은) 빌려지겠기를 (바라다)

προσδανεισοίσθην

(그 둘은) 빌려지겠기를 (바라다)

복수 προσδανεισοίμεθα

(우리는) 빌려지겠기를 (바라다)

προσδανείσοισθε

(너희는) 빌려지겠기를 (바라다)

προσδανείσοιντο

(그들은) 빌려지겠기를 (바라다)

부정사 προσδανείσεσθαι

빌려질 것

분사 남성여성중성
προσδανεισομενος

προσδανεισομενου

προσδανεισομενη

προσδανεισομενης

προσδανεισομενον

προσδανεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδάνειζον

(나는) 빌리고 있었다

προσεδάνειζες

(너는) 빌리고 있었다

προσεδάνειζεν*

(그는) 빌리고 있었다

쌍수 προσεδανείζετον

(너희 둘은) 빌리고 있었다

προσεδανειζέτην

(그 둘은) 빌리고 있었다

복수 προσεδανείζομεν

(우리는) 빌리고 있었다

προσεδανείζετε

(너희는) 빌리고 있었다

προσεδάνειζον

(그들은) 빌리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδανειζόμην

(나는) 빌려지고 있었다

προσεδανείζου

(너는) 빌려지고 있었다

προσεδανείζετο

(그는) 빌려지고 있었다

쌍수 προσεδανείζεσθον

(너희 둘은) 빌려지고 있었다

προσεδανειζέσθην

(그 둘은) 빌려지고 있었다

복수 προσεδανειζόμεθα

(우리는) 빌려지고 있었다

προσεδανείζεσθε

(너희는) 빌려지고 있었다

προσεδανείζοντο

(그들은) 빌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 빌리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION