Ancient Greek-English Dictionary Language

προσαιθρίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσαιθρίζω

Structure: προσαιθρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to raise high in air

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαιθρίζω προσαιθρίζεις προσαιθρίζει
Dual προσαιθρίζετον προσαιθρίζετον
Plural προσαιθρίζομεν προσαιθρίζετε προσαιθρίζουσιν*
SubjunctiveSingular προσαιθρίζω προσαιθρίζῃς προσαιθρίζῃ
Dual προσαιθρίζητον προσαιθρίζητον
Plural προσαιθρίζωμεν προσαιθρίζητε προσαιθρίζωσιν*
OptativeSingular προσαιθρίζοιμι προσαιθρίζοις προσαιθρίζοι
Dual προσαιθρίζοιτον προσαιθριζοίτην
Plural προσαιθρίζοιμεν προσαιθρίζοιτε προσαιθρίζοιεν
ImperativeSingular προσαίθριζε προσαιθριζέτω
Dual προσαιθρίζετον προσαιθριζέτων
Plural προσαιθρίζετε προσαιθριζόντων, προσαιθριζέτωσαν
Infinitive προσαιθρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαιθριζων προσαιθριζοντος προσαιθριζουσα προσαιθριζουσης προσαιθριζον προσαιθριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσαιθρίζομαι προσαιθρίζει, προσαιθρίζῃ προσαιθρίζεται
Dual προσαιθρίζεσθον προσαιθρίζεσθον
Plural προσαιθριζόμεθα προσαιθρίζεσθε προσαιθρίζονται
SubjunctiveSingular προσαιθρίζωμαι προσαιθρίζῃ προσαιθρίζηται
Dual προσαιθρίζησθον προσαιθρίζησθον
Plural προσαιθριζώμεθα προσαιθρίζησθε προσαιθρίζωνται
OptativeSingular προσαιθριζοίμην προσαιθρίζοιο προσαιθρίζοιτο
Dual προσαιθρίζοισθον προσαιθριζοίσθην
Plural προσαιθριζοίμεθα προσαιθρίζοισθε προσαιθρίζοιντο
ImperativeSingular προσαιθρίζου προσαιθριζέσθω
Dual προσαιθρίζεσθον προσαιθριζέσθων
Plural προσαιθρίζεσθε προσαιθριζέσθων, προσαιθριζέσθωσαν
Infinitive προσαιθρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσαιθριζομενος προσαιθριζομενου προσαιθριζομενη προσαιθριζομενης προσαιθριζομενον προσαιθριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to raise high in air

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION