Ancient Greek-English Dictionary Language

προμήκης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προμήκης προμήκες

Structure: προμηκη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: mh=kos

Sense

  1. prolonged, elongated

Examples

  • "ἐστὶ μὲν τῶν ἐκτοπιζόντων καὶ σχιδανοπόδων καὶ τριδακτύλων, μέγεθοσ ἀλεκτρυόνοσ μεγάλου, χρῶμα ὄρτυγοσ, κεφαλὴ προμήκησ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 44 1:2)
  • προμήκησ, ἢ ’πίκυρτοσ, ἢ βραχύσ; (Sophocles, Ichneutae 25:7)
  • χάσκουσι μέγα, στόμα ξηρὸν, γλῶσσα προμήκησ, ὡσ καὶ κίνδυνον τρώματοσ μεγάλου γίγνεσθαι, ἢ ἀποτομῆσ, εἴ κοτε σπασμῷ ξυνερείσουσιν οἱ ὀδόντεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 13)
  • πρόκειται γὰρ ἀντ’ ἄλλου φυλακτηρίου τῆσ Ἑλλάδοσ τὴν γιγνομένην τάξιν ἔχουσα πρώτη πρὸσ ἥλιον ἀνίσχοντα, προμήκησ εἰσ τὸ πέλαγοσ, καὶ μάλα ἐναργὴσ συμβαλεῖν ὅτι τῆσ Ἑλλάδοσ ἐστὶν ἔρυμα ὑπὸ τῶν κρειττόνων πεποιημένον καὶ μόνῃ ταύτῃ κατὰ φύσιν ἔστιν ἡγεῖσθαι τοῦ γένουσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:1)
  • μεγάλη δ’ ἡ Ιἔρνη πρὸσ ἄρκτον αὐτῇ παραβεβλημένη, προμήκησ μᾶλλον [ἢ] πλάτοσ ἔχουσα. (Strabo, Geography, book 4, chapter 5 8:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION