헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προμαντεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προμαντεύομαι προμαντεύσομαι

형태분석: προμαντεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 예언하다, 예측하다, 예시하다, 예상하다
  1. to prophesy, to foretell, predict

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαντεύομαι

(나는) 예언한다

προμαντεύει, προμαντεύῃ

(너는) 예언한다

προμαντεύεται

(그는) 예언한다

쌍수 προμαντεύεσθον

(너희 둘은) 예언한다

προμαντεύεσθον

(그 둘은) 예언한다

복수 προμαντευόμεθα

(우리는) 예언한다

προμαντεύεσθε

(너희는) 예언한다

προμαντεύονται

(그들은) 예언한다

접속법단수 προμαντεύωμαι

(나는) 예언하자

προμαντεύῃ

(너는) 예언하자

προμαντεύηται

(그는) 예언하자

쌍수 προμαντεύησθον

(너희 둘은) 예언하자

προμαντεύησθον

(그 둘은) 예언하자

복수 προμαντευώμεθα

(우리는) 예언하자

προμαντεύησθε

(너희는) 예언하자

προμαντεύωνται

(그들은) 예언하자

기원법단수 προμαντευοίμην

(나는) 예언하기를 (바라다)

προμαντεύοιο

(너는) 예언하기를 (바라다)

προμαντεύοιτο

(그는) 예언하기를 (바라다)

쌍수 προμαντεύοισθον

(너희 둘은) 예언하기를 (바라다)

προμαντευοίσθην

(그 둘은) 예언하기를 (바라다)

복수 προμαντευοίμεθα

(우리는) 예언하기를 (바라다)

προμαντεύοισθε

(너희는) 예언하기를 (바라다)

προμαντεύοιντο

(그들은) 예언하기를 (바라다)

명령법단수 προμαντεύου

(너는) 예언해라

προμαντευέσθω

(그는) 예언해라

쌍수 προμαντεύεσθον

(너희 둘은) 예언해라

προμαντευέσθων

(그 둘은) 예언해라

복수 προμαντεύεσθε

(너희는) 예언해라

προμαντευέσθων, προμαντευέσθωσαν

(그들은) 예언해라

부정사 προμαντεύεσθαι

예언하는 것

분사 남성여성중성
προμαντευομενος

προμαντευομενου

προμαντευομενη

προμαντευομενης

προμαντευομενον

προμαντευομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαντεύσομαι

(나는) 예언하겠다

προμαντεύσει, προμαντεύσῃ

(너는) 예언하겠다

προμαντεύσεται

(그는) 예언하겠다

쌍수 προμαντεύσεσθον

(너희 둘은) 예언하겠다

προμαντεύσεσθον

(그 둘은) 예언하겠다

복수 προμαντευσόμεθα

(우리는) 예언하겠다

προμαντεύσεσθε

(너희는) 예언하겠다

προμαντεύσονται

(그들은) 예언하겠다

기원법단수 προμαντευσοίμην

(나는) 예언하겠기를 (바라다)

προμαντεύσοιο

(너는) 예언하겠기를 (바라다)

προμαντεύσοιτο

(그는) 예언하겠기를 (바라다)

쌍수 προμαντεύσοισθον

(너희 둘은) 예언하겠기를 (바라다)

προμαντευσοίσθην

(그 둘은) 예언하겠기를 (바라다)

복수 προμαντευσοίμεθα

(우리는) 예언하겠기를 (바라다)

προμαντεύσοισθε

(너희는) 예언하겠기를 (바라다)

προμαντεύσοιντο

(그들은) 예언하겠기를 (바라다)

부정사 προμαντεύσεσθαι

예언할 것

분사 남성여성중성
προμαντευσομενος

προμαντευσομενου

προμαντευσομενη

προμαντευσομενης

προμαντευσομενον

προμαντευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπρομαντευόμην

(나는) 예언하고 있었다

ἐπρομαντεύου

(너는) 예언하고 있었다

ἐπρομαντεύετο

(그는) 예언하고 있었다

쌍수 ἐπρομαντεύεσθον

(너희 둘은) 예언하고 있었다

ἐπρομαντευέσθην

(그 둘은) 예언하고 있었다

복수 ἐπρομαντευόμεθα

(우리는) 예언하고 있었다

ἐπρομαντεύεσθε

(너희는) 예언하고 있었다

ἐπρομαντεύοντο

(그들은) 예언하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τότε δ’ ἐν Κιλικίᾳ λαβὼν ἣν προειρήκαμεν παρὰ τοῦ πατρὸσ ἐπιστολὴν παραχρῆμα μὲν ἔσπευδεν, ὡσ δὲ εἰσ Κελένδεριν κατέπλει, λαμβάνει τισ αὐτὸν ἔννοια τῶν περὶ τὴν μητέρα κακῶν προμαντευομένησ ἤδη καὶ καθ’ ἑαυτὴν τῆσ ψυχῆσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 858:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 858:1)

유의어

  1. 예언하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION