헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προμαλάσσω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προμαλάσσω προμαλάξω

형태분석: προ (접두사) + μαλάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. to soften beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαλάσσω

προμαλάσσεις

προμαλάσσει

쌍수 προμαλάσσετον

προμαλάσσετον

복수 προμαλάσσομεν

προμαλάσσετε

προμαλάσσουσιν*

접속법단수 προμαλάσσω

προμαλάσσῃς

προμαλάσσῃ

쌍수 προμαλάσσητον

προμαλάσσητον

복수 προμαλάσσωμεν

προμαλάσσητε

προμαλάσσωσιν*

기원법단수 προμαλάσσοιμι

προμαλάσσοις

προμαλάσσοι

쌍수 προμαλάσσοιτον

προμαλασσοίτην

복수 προμαλάσσοιμεν

προμαλάσσοιτε

προμαλάσσοιεν

명령법단수 προμάλασσε

προμαλασσέτω

쌍수 προμαλάσσετον

προμαλασσέτων

복수 προμαλάσσετε

προμαλασσόντων, προμαλασσέτωσαν

부정사 προμαλάσσειν

분사 남성여성중성
προμαλασσων

προμαλασσοντος

προμαλασσουσα

προμαλασσουσης

προμαλασσον

προμαλασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαλάσσομαι

προμαλάσσει, προμαλάσσῃ

προμαλάσσεται

쌍수 προμαλάσσεσθον

προμαλάσσεσθον

복수 προμαλασσόμεθα

προμαλάσσεσθε

προμαλάσσονται

접속법단수 προμαλάσσωμαι

προμαλάσσῃ

προμαλάσσηται

쌍수 προμαλάσσησθον

προμαλάσσησθον

복수 προμαλασσώμεθα

προμαλάσσησθε

προμαλάσσωνται

기원법단수 προμαλασσοίμην

προμαλάσσοιο

προμαλάσσοιτο

쌍수 προμαλάσσοισθον

προμαλασσοίσθην

복수 προμαλασσοίμεθα

προμαλάσσοισθε

προμαλάσσοιντο

명령법단수 προμαλάσσου

προμαλασσέσθω

쌍수 προμαλάσσεσθον

προμαλασσέσθων

복수 προμαλάσσεσθε

προμαλασσέσθων, προμαλασσέσθωσαν

부정사 προμαλάσσεσθαι

분사 남성여성중성
προμαλασσομενος

προμαλασσομενου

προμαλασσομενη

προμαλασσομενης

προμαλασσομενον

προμαλασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαλάξω

προμαλάξεις

προμαλάξει

쌍수 προμαλάξετον

προμαλάξετον

복수 προμαλάξομεν

προμαλάξετε

προμαλάξουσιν*

기원법단수 προμαλάξοιμι

προμαλάξοις

προμαλάξοι

쌍수 προμαλάξοιτον

προμαλαξοίτην

복수 προμαλάξοιμεν

προμαλάξοιτε

προμαλάξοιεν

부정사 προμαλάξειν

분사 남성여성중성
προμαλαξων

προμαλαξοντος

προμαλαξουσα

προμαλαξουσης

προμαλαξον

προμαλαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προμαλάξομαι

προμαλάξει, προμαλάξῃ

προμαλάξεται

쌍수 προμαλάξεσθον

προμαλάξεσθον

복수 προμαλαξόμεθα

προμαλάξεσθε

προμαλάξονται

기원법단수 προμαλαξοίμην

προμαλάξοιο

προμαλάξοιτο

쌍수 προμαλάξοισθον

προμαλαξοίσθην

복수 προμαλαξοίμεθα

προμαλάξοισθε

προμαλάξοιντο

부정사 προμαλάξεσθαι

분사 남성여성중성
προμαλαξομενος

προμαλαξομενου

προμαλαξομενη

προμαλαξομενης

προμαλαξομενον

προμαλαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to soften beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION