헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προλοχίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προλοχίζω προλοχιῶ

형태분석: προ (접두사) + λοχίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lay an ambuscade beforehand: - , that had before been laid
  2. to beset with an ambuscade

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προλοχίζω

προλοχίζεις

προλοχίζει

쌍수 προλοχίζετον

προλοχίζετον

복수 προλοχίζομεν

προλοχίζετε

προλοχίζουσιν*

접속법단수 προλοχίζω

προλοχίζῃς

προλοχίζῃ

쌍수 προλοχίζητον

προλοχίζητον

복수 προλοχίζωμεν

προλοχίζητε

προλοχίζωσιν*

기원법단수 προλοχίζοιμι

προλοχίζοις

προλοχίζοι

쌍수 προλοχίζοιτον

προλοχιζοίτην

복수 προλοχίζοιμεν

προλοχίζοιτε

προλοχίζοιεν

명령법단수 προλόχιζε

προλοχιζέτω

쌍수 προλοχίζετον

προλοχιζέτων

복수 προλοχίζετε

προλοχιζόντων, προλοχιζέτωσαν

부정사 προλοχίζειν

분사 남성여성중성
προλοχιζων

προλοχιζοντος

προλοχιζουσα

προλοχιζουσης

προλοχιζον

προλοχιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προλοχίζομαι

προλοχίζει, προλοχίζῃ

προλοχίζεται

쌍수 προλοχίζεσθον

προλοχίζεσθον

복수 προλοχιζόμεθα

προλοχίζεσθε

προλοχίζονται

접속법단수 προλοχίζωμαι

προλοχίζῃ

προλοχίζηται

쌍수 προλοχίζησθον

προλοχίζησθον

복수 προλοχιζώμεθα

προλοχίζησθε

προλοχίζωνται

기원법단수 προλοχιζοίμην

προλοχίζοιο

προλοχίζοιτο

쌍수 προλοχίζοισθον

προλοχιζοίσθην

복수 προλοχιζοίμεθα

προλοχίζοισθε

προλοχίζοιντο

명령법단수 προλοχίζου

προλοχιζέσθω

쌍수 προλοχίζεσθον

προλοχιζέσθων

복수 προλοχίζεσθε

προλοχιζέσθων, προλοχιζέσθωσαν

부정사 προλοχίζεσθαι

분사 남성여성중성
προλοχιζομενος

προλοχιζομενου

προλοχιζομενη

προλοχιζομενης

προλοχιζομενον

προλοχιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION