Ancient Greek-English Dictionary Language

προκολάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκολάζω προκολάσομαι

Structure: προ (Prefix) + κολάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to chastise beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολάζω προκολάζεις προκολάζει
Dual προκολάζετον προκολάζετον
Plural προκολάζομεν προκολάζετε προκολάζουσιν*
SubjunctiveSingular προκολάζω προκολάζῃς προκολάζῃ
Dual προκολάζητον προκολάζητον
Plural προκολάζωμεν προκολάζητε προκολάζωσιν*
OptativeSingular προκολάζοιμι προκολάζοις προκολάζοι
Dual προκολάζοιτον προκολαζοίτην
Plural προκολάζοιμεν προκολάζοιτε προκολάζοιεν
ImperativeSingular προκόλαζε προκολαζέτω
Dual προκολάζετον προκολαζέτων
Plural προκολάζετε προκολαζόντων, προκολαζέτωσαν
Infinitive προκολάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολαζων προκολαζοντος προκολαζουσα προκολαζουσης προκολαζον προκολαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολάζομαι προκολάζει, προκολάζῃ προκολάζεται
Dual προκολάζεσθον προκολάζεσθον
Plural προκολαζόμεθα προκολάζεσθε προκολάζονται
SubjunctiveSingular προκολάζωμαι προκολάζῃ προκολάζηται
Dual προκολάζησθον προκολάζησθον
Plural προκολαζώμεθα προκολάζησθε προκολάζωνται
OptativeSingular προκολαζοίμην προκολάζοιο προκολάζοιτο
Dual προκολάζοισθον προκολαζοίσθην
Plural προκολαζοίμεθα προκολάζοισθε προκολάζοιντο
ImperativeSingular προκολάζου προκολαζέσθω
Dual προκολάζεσθον προκολαζέσθων
Plural προκολάζεσθε προκολαζέσθων, προκολαζέσθωσαν
Infinitive προκολάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολαζομενος προκολαζομενου προκολαζομενη προκολαζομενης προκολαζομενον προκολαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • διὸ δεῖ τῷ λόγῳ προκολάζειν· (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 3 15:3)

Synonyms

  1. to chastise beforehand

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION