Ancient Greek-English Dictionary Language

προεπιχειρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προεπιχειρέω προεπιχειρήσω

Structure: προ (Prefix) + ἐπι (Prefix) + χειρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be the first to attack
  2. to attempt beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεπιχείρω προεπιχείρεις προεπιχείρει
Dual προεπιχείρειτον προεπιχείρειτον
Plural προεπιχείρουμεν προεπιχείρειτε προεπιχείρουσιν*
SubjunctiveSingular προεπιχείρω προεπιχείρῃς προεπιχείρῃ
Dual προεπιχείρητον προεπιχείρητον
Plural προεπιχείρωμεν προεπιχείρητε προεπιχείρωσιν*
OptativeSingular προεπιχείροιμι προεπιχείροις προεπιχείροι
Dual προεπιχείροιτον προεπιχειροίτην
Plural προεπιχείροιμεν προεπιχείροιτε προεπιχείροιεν
ImperativeSingular προεπιχεῖρει προεπιχειρεῖτω
Dual προεπιχείρειτον προεπιχειρεῖτων
Plural προεπιχείρειτε προεπιχειροῦντων, προεπιχειρεῖτωσαν
Infinitive προεπιχείρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προεπιχειρων προεπιχειρουντος προεπιχειρουσα προεπιχειρουσης προεπιχειρουν προεπιχειρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεπιχείρουμαι προεπιχείρει, προεπιχείρῃ προεπιχείρειται
Dual προεπιχείρεισθον προεπιχείρεισθον
Plural προεπιχειροῦμεθα προεπιχείρεισθε προεπιχείρουνται
SubjunctiveSingular προεπιχείρωμαι προεπιχείρῃ προεπιχείρηται
Dual προεπιχείρησθον προεπιχείρησθον
Plural προεπιχειρώμεθα προεπιχείρησθε προεπιχείρωνται
OptativeSingular προεπιχειροίμην προεπιχείροιο προεπιχείροιτο
Dual προεπιχείροισθον προεπιχειροίσθην
Plural προεπιχειροίμεθα προεπιχείροισθε προεπιχείροιντο
ImperativeSingular προεπιχείρου προεπιχειρεῖσθω
Dual προεπιχείρεισθον προεπιχειρεῖσθων
Plural προεπιχείρεισθε προεπιχειρεῖσθων, προεπιχειρεῖσθωσαν
Infinitive προεπιχείρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προεπιχειρουμενος προεπιχειρουμενου προεπιχειρουμενη προεπιχειρουμενης προεπιχειρουμενον προεπιχειρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεπιχειρήσω προεπιχειρήσεις προεπιχειρήσει
Dual προεπιχειρήσετον προεπιχειρήσετον
Plural προεπιχειρήσομεν προεπιχειρήσετε προεπιχειρήσουσιν*
OptativeSingular προεπιχειρήσοιμι προεπιχειρήσοις προεπιχειρήσοι
Dual προεπιχειρήσοιτον προεπιχειρησοίτην
Plural προεπιχειρήσοιμεν προεπιχειρήσοιτε προεπιχειρήσοιεν
Infinitive προεπιχειρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προεπιχειρησων προεπιχειρησοντος προεπιχειρησουσα προεπιχειρησουσης προεπιχειρησον προεπιχειρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προεπιχειρήσομαι προεπιχειρήσει, προεπιχειρήσῃ προεπιχειρήσεται
Dual προεπιχειρήσεσθον προεπιχειρήσεσθον
Plural προεπιχειρησόμεθα προεπιχειρήσεσθε προεπιχειρήσονται
OptativeSingular προεπιχειρησοίμην προεπιχειρήσοιο προεπιχειρήσοιτο
Dual προεπιχειρήσοισθον προεπιχειρησοίσθην
Plural προεπιχειρησοίμεθα προεπιχειρήσοισθε προεπιχειρήσοιντο
Infinitive προεπιχειρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προεπιχειρησομενος προεπιχειρησομενου προεπιχειρησομενη προεπιχειρησομενης προεπιχειρησομενον προεπιχειρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be the first to attack

  2. to attempt beforehand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION