헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προδιομολογέομαι

ε 축약 동사; 이상동사 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προδιομολογέομαι προδιομολογήσομαι

형태분석: προδιομολογέ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. to grant beforehand, to be granted on both sides beforehand

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιομολόγουμαι

προδιομολόγει, προδιομολόγῃ

προδιομολόγειται

쌍수 προδιομολόγεισθον

προδιομολόγεισθον

복수 προδιομολογοῦμεθα

προδιομολόγεισθε

προδιομολόγουνται

접속법단수 προδιομολόγωμαι

προδιομολόγῃ

προδιομολόγηται

쌍수 προδιομολόγησθον

προδιομολόγησθον

복수 προδιομολογώμεθα

προδιομολόγησθε

προδιομολόγωνται

기원법단수 προδιομολογοίμην

προδιομολόγοιο

προδιομολόγοιτο

쌍수 προδιομολόγοισθον

προδιομολογοίσθην

복수 προδιομολογοίμεθα

προδιομολόγοισθε

προδιομολόγοιντο

명령법단수 προδιομολόγου

προδιομολογεῖσθω

쌍수 προδιομολόγεισθον

προδιομολογεῖσθων

복수 προδιομολόγεισθε

προδιομολογεῖσθων, προδιομολογεῖσθωσαν

부정사 προδιομολόγεισθαι

분사 남성여성중성
προδιομολογουμενος

προδιομολογουμενου

προδιομολογουμενη

προδιομολογουμενης

προδιομολογουμενον

προδιομολογουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκεῖνο δὲ προδιομολογείσθω, ὅτι πᾶσ ὁ περὶ τῶν πρακτῶν λόγοσ τύπῳ καὶ οὐκ ἀκριβῶσ ὀφείλει λέγεσθαι, ὥσπερ καὶ κατ’ ἀρχὰσ εἴπομεν ὅτι κατὰ τὴν ὕλην οἱ λόγοι ἀπαιτητέοι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 15:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 15:1)

유의어

  1. to grant beforehand

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION